13 Δεκεμβρίου 2011

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ



Στα 181 χρόνιο βίου του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αρκετοί ήταν οι πρωθυπουργοί που απεβίωσαν ενώ κατείχαν το αξίωμά τους: ο Κωνσταντίνος Κανάρης το 1877,ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής το 1936, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης το 1949 και ο Αλέξανδρος Παπάγος το 1955. Ωστόσο, μόνο ένας εν ενεργεία πρωθυπουργός πέθανε επειδή δολοφονήθηκε, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Ο Αρκάδας πολιτικός και μεγάλος αντίπαλος του Τρικούπη, ο πρωθυπουργός της ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 που θεωρήθηκε υπεύθυνος για την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χώρα το ίδιο έτος, ο οποίος ουκ ολίγες φορές επικρίθηκε για λαϊκισμό, δολοφονήθηκε όχι για κάτι απ’ όλα αυτά ούτε σε περίοδο αυξημένων πολιτικών παθών – το αντίθετο. Δολοφονήθηκε εξαιτίας μιας από τις πιο συνετές πολιτικές του αποφάσεις, το κλείσιμο των χαρτοπαικτικών λεσχών.
Ο ξαφνικός και άδικος θάνατος του συγκλόνισε το πανελλήνιο και σε μεγάλο βαθμό εξωράισαν το προφίλ του πολιτικού άνδρα. Η εφημερίδα ΝΕΟΝ ΑΣΤΥ έκανε λόγο για «βδελυρό έγκλημα, το οποίο εμίανε χθες τον περίβολον και τας βαθμίδας της κλίμακος του βουλευτηρίου (και το οποίο) θα εξεγείρη την εθνικήν συνείδησιν εις αίσθημα φρίκης, αποτροπιασμού και αγανακτήσεως. Άνθρωπος της εσχάτης ηθικής και κοινωνικής υποστάθμης, έκφυλος, όστις ηννέει να επιζεί όχι από τον τίμιον ιδρώτα της εργασίας, αλλά από τα κέρδη των φοβερών ασύλων της διαφθοράς και του εγκλήματος, των γιγαντωθέντων υπό την ένοχον αδιαφορίαν της εξουσίας, ο τελευταίος πολίτης του βασιλείου έπληξε δι’ ατίμου και ποταπής δολοφονίας τον πρώτο Έλληνα πολίτην..» Σε παρόμοια λογική και το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ έκανε λόγο για «δύο τραύματα, εκείνον το οποίον εξήπλωσε κατάγης εν μέγα πτώμαν, και εκείνο το οποίον η Ελληνική καρδία εδέχθη ευρεθείσα πρό ατίμου δράματος, το οποίον εκηλίδωσε με θρόμβον τιμίου αίματος την πολιτικήν Ειρήνην των νεωτέρων χρόνων της Ελλάδος, ώστε ουδείς Έλλην έχει τίποτε άλλο σήμερον εις τον νουν και τα στήθη του εκτός της κατάρας». Για να δούμε όμως πώς περιέγραψαν τη δολοφονία Δηλιγιάννη οι εφημερίδες της εποχής:


31 Μαΐου 1905. Ώρα 17.05 σύμφωνα με την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ή 17.10 σύμφωνα με την ΣΚΡΙΠ. «Εντός της αιθούσης του Βουλευτηρίου ανεγιγνώσκετο ακόμη ο κατάλογος, τινές βουλευτές ανήρχοντο την στιγμήν εκείνη την κλίμακα του Βουλευτηρίου… όταν η πρωθυπουργική άμαξα φέρουσα τον μακαρίτην πρωθυπουργόν εισήρχετο διά της κεντρικής αυλαίας θύρας εις το προαύλιον του Βουλυετηρίου και καλπάζουσα σταμάτησε προς της κλίμακος» (εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 1 Ιουνίου 1905). Την ώρα που ο πρωθυπουργός ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα της άμαξας για να κατέβει, ο δράστης «έσπευσε και ήνοιξε την θυρίδα αυτός, ενώ συγχρόνως έφερε την αριστεράν χείραν εις την ρεπούμπλικαν του, ως δια να εκφράση τον σεβασμόν του. Ο Πρωθυπουργός κύψας εξήρχετο της αμάξης φιλομειδώς βλέπων προς τον άγνωστον και φέρων την χείρα προς τον υψηλόν του πίλον όπως τον χαιρετήση….Την αυτήν στιγμήν είδον τινές τον άγνωστον βυθίζοντα την χείραν του προς την κοιλιακή χώρα του Πρωθυπουργού» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 1 Ιουνίου 1905, σελ.2). Οι συνοδοί του Πρωθυπουργού έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Εκείνος αρχικά αγνοούσε τη σοβαρότητα της κατάστασης του και φέρεται να καθησύχασε έναν βουλευτή που είχε τρέξει να βοηθήσει ότι δεν έχει τίποτα. Ο Δηλιγιάννης μεταφέρθηκε αμέσως  στον Σταθμό των Βοηθειών, όπου αποφασίστηκε να του γίνει λαπαροκτομή, στη διάρκεια της οποίας ο Πρωθυπουργός απεβίωσε.
Ο δράστης αρχικά ήταν γνωστός ως Αντώνιος Κωσταγερακάρης, ωστόσο όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, το Κωσταγερακάρης ήταν το παρατσούκλι του. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδα ΣΚΡΙΠ της 6ης Ιουνίου 1905 (σελ.2) το πραγματικό επίθετο του δολοφόνου ήταν Μιχελάκος. Σύμφωνα με άλλες πηγές ωστόσο, το επίθετο του δράστη ήταν Γερακάρης. Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 1ης Ιουνίου 1905 περιέγραψε τον δράστη «ηλικίας 30 – 35 ετών υψηλού μάλλον αναστήματος, καταβεβλημένος με οφθαλμούς μαύρους, μαλλιά μαύρα, μύστακα μέτριον επίσης μαύρον. Το πρόσωπόν του είναι μελαχροινόν, τα ενδύματά του πενιχρά…Το βλέμμα του είναι θολωμένον, η μορφή του προσομοιάζει μορφή χασισοπότου». Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα (στο φύλλο της 2 Ιουνίου 1905) ο δράστης είχε επιχειρήσει ένα χρόνο νωρίτερα να σκοτώσει τον διευθυντή ενός σχολείου στο οποίο είχε πάει για να εγγράψει τον γιο του, επειδή ο διευθυντής του είεπ ότι αδυνατούσε να προχωρήσει στην εγγραφή, διότι το παιδί δεν είχε τη νόμιμη ηλικία, αλλά αναχαιτίστηκε από τους άλλους δασκάλους του σχολείου.
Στην απολογία του ο δράστης απέδωσε το έγκλημα στην δεινή του οικονομική κατάσταση, υπεύθυνο για την οποία θεωρούσε τον Δηληγιάννη: «Ο πατέρας μου ήτο τελώνης, φίλος του κ Θεοτόκη. Ο Δηλιγιάννης τον έπαψε από την θέσι του όταν ήλθε εις τα πράγματα και έτσι εμείς εδυστυχούσαμεν. Αυτός ήτανε η συμφορά του σπιτιού μας. Ήλθα κατόπιν εις την Αθήνα και πήγαινα στου Μητσέα όταν είχα καμία δραχμή και την ποντάριζα. Ο Μητσέας είδεν ότι εγώ δεν έχω πολλά λεπτά να παίξω για να κερδίσω κάτι τι και μου είπε να πάω θυρωρός να παίρνω ολίγα λεπτά για τα παιδιά μου. Εγώ εδέχθηκα και έγινα θυρωρός. Έτσι εζούσα τα παιδά μου. Τώρα που έκλεισαν τα χαρτπαίγνια δεν είχα καμμία δουλειά. Κατόρθωσα να πάρω ένα πιστοποιητικό και να ζητήσω χρήματα από τους διαφόρους εμπόρους για να μην πεθάνουν τα παιδιά μου από την πείνα, αλλά δεν μου έδωσαν παρά 20 λεπτά μόνον. Απελπίστηκα και εκτύπησα εκείνον που με έφερε εις αυτήν την απελπιστική κατάταση». Στο ερώτημα του ανακριτή αν μετάνιωσε, ο δράστης απάντησε «Έπραξα εκείνον το οποίο ηθέλησα και τώρα επιθυμούσαν να αποθάνω» (ΣΚΡΙΠ, 2 Ιουνίου 1905, σελ.3). Μετά από λίγες ημέρες ο Μητσέας συνελλήφθη και προφυλακίστηκε με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας.
Η δημοσιογραφία της εποχής απ’ ότι φαίνεται δε διέφερε και πολύ σε σχέση με τη σημερινή, αφού η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ απευθύνθηκε και σε ανθρώπους της γειτονιάς του δράστη, προκειμένου να σκιαγραφήσουν την προσωπικότητά του. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση μιας κυρίας Παναγιώτας, που απ’ ότι μαθαίνουμε ήταν η σύζυγος του μπακάλη της γειτονιάς, η απάντηση της οποίας μας θυμίζει αντίστοιχες απαντήσεις που ακούμε από τους γείτονες και σύγχρονων διαβόητων εγκληματιών: «Ποτέ δεν ακούστηκε στη γειτονιά. Ήτο καλός και εκοίταζε το σπίτι του όσο που είχε λεπτά. Τελευταία ήτο πολύ σκεπτικός από τη φτώχεια. Πού να ήξευρα εγώ ότι είχε σκοπόν να κάμη τόσο μεγάλο κακό. Αν το ήξευρα θα τον έπιανα εις τα χέρια μου και θα τον εξέσκιζα». Αντίστοιχη ήταν και η δήλωση της συζύγου του δράστη στην ίδια εφημερίδα: «Αν το ήξευρα θα τον έδενα κι ας με σκότωνε».
Ο δράστης τελικά δικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Αθηνών, το οποίο και τον καταδίκασε εις θάνατον.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου