12 Δεκεμβρίου 2011

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΑΔΙΚΩΝ


Χθες τη νύχτα είδα ένα παράξενο εφιάλτη, τον οποίο θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Ήταν που λέτε βράδυ και ετοιμαζόμουν για ένα ραντεβού. Είχα αργήσει και ήμουν πολύ αγχωμένος να προλάβω να είμαι στην ώρα μου. Εκεί που ετοιμαζόμουν να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο. Στο πρώτο χτύπημα έκλεινα τα φώτα. Δε σκέφτηκα καν να απαντήσω, γιατί βιαζόμουν και το άφησα να χτυπάει. Στο δεύτερο χτύπημα του τηλεφώνου ήμουν ήδη στην πόρτα, ενώ στο τρίτο χτύπημα η πόρτα είχε κλείσει. «Όποιος κι αν είσαι, μην επιμένεις... έχω φύγει!» μονολόγησα. Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο κι έτσι αναγκαστικά άρχισα ένα-ένα να κατεβαίνω με φόρα τα σκαλιά, μέχρι που έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας. 

Εκεί όμως με περίμενε μια έκπληξη! Ήταν η Ελίνα Κωνσταντοπούλου θυμωμένη - μην πω αγανακτισμένη - να μου ζητάει το λόγο που δε σήκωσα το τηλέφωνο και να απειλεί: «Αφού υπάρχει θεία δίκη, κάποτε θα απολογηθείς! Για ό,τι μου ‘κανες μωρό μου πολύ σκληρά θα πληρωθείς». Εγώ απορημένος – και φοβισμένος – ρωτούσα να μάθω σε τι είχα φταίξει, για να πάρω την πληρωμένη απάντηση: «Γιατί δε μ’ αγαπάς, γιατί με τυραννάς, και με ξέχασες τόσο εμένα όσο και τους υπόλοιπους τραγουδιστές των ελληνάδικων που σου χαρίσαμε τόσες και τόσες ώρες διασκέδασης, που έριξες τόσους και τόσους χορούς χάρη στα τραγούδια μας. Μας ξέχασες»!
Τρόμαξα και άνοιξα με δύναμη την πρώτη πόρτα πόρτα που είδα μπροστά μου, αλλά αντί να βγω στο δρόμο μπήκα σ' ένα άγνωστο, σκοτεινό δωμάτιο, όπου εμφανίστηκε από το πουθενά η Χριστίνα Φαρμάκη. «Πες μου τι σου φταίω και με τυραννάς» άρχισε κι αυτή να τραγουδάει με το τεράστιο στόμα της και το κατάμαυρο μαλλί, ενώ τα μάτια της χορεύανε τρελό χορό, καθώς ερχόταν προς το μέρος μου. Αυτό ήταν! Τα ‘παιξα!
Προσπάθησα μάταια να ξεφύγω, αλλά - τσουπ! – εμφανίστηκε φάντης μπαστούνι η Κατερίνα Τοπάζη. Στο ίδιο μοτίβο κι αυτή, από τη μια να με καλοπιάνει, κι από την άλλη να απειλεί «Και που σ’ αγαπώ τι φταίω, καίω την καρδιά μου, καίω! Και που σ’ αγαπώ τι φταίω, θα πεθάνω, σου το λέω»! Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Δεν ήξερα τι να κάνω! Τραγουδίστριες των 90s, την ύπαρξη των οποίων είχαν εντελώς ξεχάσει, με καταδίωκαν από παντού. Τελικά, έπιασα αποφασιστικά το πόμολο της πόρτας να ξεφύγω, την άνοιξα, αλλά βρέθηκα σ' ένα άλλο δωμάτιο. 
Εκεί καθόταν μια ξανθιά με κοντό μαλλί. «Τι έκπληξη είναι αυτή μετά από τόσα χρόνια; Μας θυμήθηκες πουλάκι μου;» μου είπε με ειρωνικό υφάκι. Ξαφνικά και από το πουθενά, η μία έγιναν τρεις – δύο ξανθιές και μία καστανή. Μόνο που αυτές ήταν τσαμπουκαλεμένες - κακά κορίτσια - και δεν απειλούσαν ότι θα πεθάνουν, αλλά κατηγορούσαν ευθέως εμένα για ένα έγκλημα, που δεν θυμόμουν να έχω διαπράξει: «Ήρθες πάλι πίσω σαν τον δολοφόνο που στον τόπο του εγκλήματος γυρνά, κι αν συγγνώμη μου ζητάς ξέρω πως μόνο να με σκοτώσεις θες ξανά».
Δεν το πίστευα αυτό που ζούσα – που μεταξύ μας εφιάλτης ήταν, άρα δεν το ζούσα. Άνοιξα πάλι αποφασιστικά την πόρτα, αλλά για κακή μου τύχη, μπήκα σε ένα άλλο δωμάτιο. Κάπου στη γωνία καθόταν ένας τύπος, που δε φαινόταν και καλά γιατί ήταν σκοτάδι. Φαινόταν όμως πολύ στενοχωρημένος. 
Όταν κατάλαβε ποιος είμαι με ρώτησε: «Εσύ;». «Εγώ» του απάντησα. «Γνωριζόμαστε από κάπου»; «Αν γνωριζόμαστε …» μου απάντησε και συνέχισε «Τόσα τραγούδια, τόσες επιτυχίες και ρωτάς αν γνωριζόμαστε από κάπου; Πόσο μου λείπει εκείνη η εποχή, η δεκαετία του 90, που συνέχεια άκουγα τη φωνή μου στο ραδιόφωνο». Ε, αυτό ήταν. Κατέρρευσε. «Αχ, δεκαετία του 90 πόσο μου λείπεις, γύρω μου τα πάντα είναι κενά! Πόσο μου λείπεις, απόψε αυτή η νύχτα δεν περνά! Πόσο μου λείπεις, δεν αντέχω αυτή τη μοναξιά»! 
Κάτι μου θύμιζε η φωνή αλλά και το τραγούδι του, οφείλω να ομολογήσω, αλλά δεν ήμουν και σίγουρος. Του το είπα, αλλά χειροτέρεψα την κατάσταση. «Μη με τρυπάς σαν το τριαντάφυλλο» ξεσπάθωσε «δε σε αφήνω διψασμένο κι άφυλλο. Δε θέλω να ‘χεις εσύ παράπονο. Πες μου τι θες και πάψε να κλαις»! «Τώρα σε κατάλαβα Τριαντάφυλλε» του είπα, «μόνο που δεν κλαίω εγώ, αλλά εσύ. Ή τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση μου δίνεις τόση ώρα που σ’ ακούω να τραγουδάς». Μάλλον τον εξόργισα με την απάντησή μου, γιατί συνέχισε απτόητος «Στην προσευχή σου, να μην ξεχάσεις στο Θεό να εξηγήσεις..».
Αυτό ήταν! Δεν έκατσα να ακούσω άλλο. Δεν άντεχα. Άνοιξα την πόρτα κι ευτυχώς βρέθηκα στο δρόμο. Για κακή μου τύχη όμως, ο Τριαντάφυλλος με πήρε στο κατόπι συνεχίζοντας να τραγουδάει απτόητος, μόνο που άλλαξε ρεπερτόριο: «Μα έλα όμως που δεν περνάει, αυτή η αγάπη με πονάει. Με τυραννάει, με ξενυχτάει, έξω απ’ το σπίτι σου με πάει». Εγώ εν τω μεταξύ φοβισμένος έτρεχα να ξεφύγω και δεν ξέρω αν έτρεχα για να ξεφύγω από τον Τριαντάφυλλο που με κυνηγούσε ή από τη φωνή του. 
Όμως ο εφιάλτης έγινε ακόμα χειρότερος, όταν ένας νεαρός με κοτσίδα που τον έλεγαν Νικόλα εμφανίστηκε από το πουθενά κι άρχισε να με κυνηγάει κι αυτός μαζί τραγουδώντας ένα άλλο τραγούδι: «Δε με φοβίζουνε οι τυφώνες, ούτε και οι πιο παγωμένοι χειμώνες. Εγώ μαζί σου όλες τις μπόρες τις ξεπερνώ. Δεν με φοβίζουν ούτε τα αστέρια, αν θες μπορώ να στα φέρω στα χέρια. Εγώ τα πιο ζεστά καλοκαίρια μαζί σου θα ζω». Όσο πιο πολύ τους άκουγα να τραγουδάνε και οι δυο, τόσο πιο πολύ ήθελα να τους ξεφύγω. Έκλεινα με τα χέρια μου τα αυτιά απεγνωσμένος κι έτρεχα, μέχρι που άκουσα ένα μπαμ, έπεσα κάτω, είδα ένα φευγάτο μωράκι να βγαίνει από το αυτοκίνητο και τότε ξύπνησα ιδρωμένος και αναστατωμένος!

[Το κείμενο γράφτηκε με προφανή χιουμοριστική διάθεση, χωρίς να έχει πρόθεση να θίξει πρόσωπα ή πράγματα]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου