3 Μαΐου 2012

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ


Μιάμιση μέρα προεκλογικού αγώνα απέμεινε ακόμα και ακολουθεί το Σάββατο της περίσκεψης, όπου ο ψηφοφόρος τυπικά καλείται να απορροφήσει το "βομβαρδισμό" μηνυμάτων καθ' όλη τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα και να αποφασίσει ελεύθερος που θα ρίξει την ψήφο του. Μετά ξημερώνει η Κυριακή των εκλογών. "Κυριακή κοντή γιορτή", λοιπόν, όπως λέει και ο λαός. Τι αποκομίσαμε όμως από το σύντομο αυτό προεκλογικό αγώνα;
Κατ' αρχήν μια γενική παρατήρηση. Πρόκειται για την πιο αμήχανη προεκλογική περίοδο που θυμάμαι στην ομολογουμένως όχι και ιδιαίτερα μεγάλη μου εμπειρία. Σίγουρα πάντως είναι η πιο αμήχανη προεκλογική περίοδος των τελευταίων τριάντα χρόνων, ακόμη και σε σχέση με την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2007, πάνω στην οποία είχε πέσει βαριά η σκιά των θυμάτων από τις πυρκαγιές στην Ηλεία. Δε θα ασχοληθώ στο κείμενό μου με το τι έκανε ή δεν έκανε το κάθε κόμμα στο παρελθόν ή με το πρόγραμμά του. Έχω άποψη, αλλά δεν είναι της παρούσης. Ίσως επανέλθω με νεότερο άρθρο στο συγκεκριμένο ζήτημα. Προς το παρόν θα σταθώ μόνο στον πραγματικά κακό - κάκιστο - προεκλογικό αγώνα των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο μας εν όψει των εκλογών της 6ης Μαΐου, ο οποίος αντί να βοηθήσει τον αναποφάσιστο πολίτη να καταλήξει κάπου, μάλλον επιτείνει τη σύγχυσή του.
Η Νέα Δημοκρατία ξεκίνησε τον προεκλογικό της αγώνα με μια μεγάλη αντίφαση. Η διαφημιστική της καμπάνια ξεκίνησε βασιζόμενη στο μότο "τέρμα τα διλήμματα" θέλοντας να προτάξει ένα ρόλο ευθύνης, όμως αυτοϋπονόμευσε το πιο πάνω σύνθημα προβάλλοντας το χειρότερο δίλημμα που θα μπορούσε να προτάξει ένα κόμμα που θέλει να λέγεται υπεύθυνο: "αυτοδυναμία ή συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι να κερδηθεί η αυτοδυναμία". Επιστρατεύτηκαν - και επιστρατεύονται ακόμα - του κόσμου τα επιχειρήματα, προκειμένου να μας πείσει, γιατί πρέπει η ΝΔ να κερδίσει την αυτοδυναμία σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση και - πολύ περισσότερο - γιατί πρέπει να γίνει πρωθυπουργός ο Αντώνης Σαμαράς. Δε λέω, είναι θεμιτές τόσο οι προσωπικές φιλοδοξίες ενός αρχηγού κόμματος, όσο και η επιθυμία της νίκης, αλλά... ποιος είναι ο κύριος Σαμαράς και γιατί πρέπει σώνει και καλά να γίνει πρωθυπουργός και μάλιστα μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ; Είναι άλλο πράγμα να διεξάγει κανείς έναν ορμητικό προεκλογικό αγώνα πιστεύοντας στη δύναμη των επιχειρημάτων του και προσδοκώντας να κερδίσει τη μάχη με το κλείσιμο της κάλπης - όλοι έχουν δικαίωμα να πιστεύουν και να αγωνίζονται για κάτι τέτοιο - αλλά είναι απίστευτα ματαιόδοξο να αυτοπροβάλεται κάποιος ως ο "εκλεκτός", ως ο μόνος ικανός που μπορεί να τα καταφέρει - και μάλιστα "απειλώντας" τον ψηφοφόρο. Διότι το επιχείρημα "δώσε μου αυτοδυναμία" ή "κάνε με πρωθυπουργό" για να μην ξαναγίνουν εκλογές, δεν αποσκοπεί στο να πείσει τον ψηφοφόρο ούτε δημιουργεί το περίφημο "ρεύμα νίκης". Η απειλή δεν πείθει, φοβίζει. Και αν ακόμα υποθέσουμε ότι ο Σαμαράς πραγματοποιήσει την απειλή του και σύρει τη χώρα σε πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις, και ύστερα από δυο-τρεις ή και περισσότερες προσφυγές στις κάλπες η ΝΔ κατορθώσει να αποσπάσει μια οριακή πλειοψηφία στη Βουλή ελέω εκλογικού νόμου, όπου μπορεί να κυβερνήσει κάποιο κόμμα με το ντροπιαστικά χαμηλό ποσοστό του 36% υπό προϋποθέσεις, ποιο θα είναι το νόημα αυτής τη επιτυχίας; Ότι ο Σαμαράς θα μετακομίσει στο Μέγαρο Μαξίμου; Μια τέτοια κυβέρνηση θα στερείται της όποιας ηθικής νομιμοποίησης και φυσικά δε θα μπορεί ούτε κατά διάνοια να κουνήσει το δάχτυλο στον κόσμο που την επομένη ημέρα θα βγει στους δρόμους διαμαρτυρόμενος για τα νέα μέτρα, ότι δε θα δικαιούται δήθεν να διαμαρτύρεται, επειδή ο τόπος θα έχει τυπικά αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Βέβαια, αυτή η περίφημη αυτοδυναμία δεν υπάρχει περίπτωση να κερδηθεί το βράδυ της 6ης Μαΐου από κανένα κόμμα. Είναι κάτι που το βλέπουμε γύρω μας, ποιο είναι το κλίμα που επικρατεί στην κοινωνία ευρύτερα, οπότε το σενάριο της αυτοδυναμίας είναι πολύ απλά σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Από την άλλη, ο προεκλογικός αγώνας του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας είναι αντιφατικός στο σύνολό του. Προσπαθεί να πατήσει σε δυο βάρκες κατά τρόπο που είναι μάλλον υποτιμητικός για τη νοημοσύνη του κόσμου. Υπερασπίζεται την επιλογή του να ψηφίσει το δεύτερο Μνημόνιο σχεδόν ενοχικά, κρυβόμενος πίσω από το αυθαίρετο επιχείρημα ότι ήταν πράξη ευθύνης ενός ανθρώπου που προτίμησε να θυσιάσει τη βέβαιη εκλογή του στην πρωθυπουργία και μάλιστα με... δυσθεώρατα (!!) υψηλά ποσοστά, σε περίπτωση που διεξάγονταν εκλογές το Δεκέμβριο. Την ίδια στιγμή αμύνεται για αυτήν την επιλογή "εθνικής ευθύνης", όπως την αποκαλεί, προσπαθώντας να καταδείξει με νύχια και με δόντια ότι δεν έκανε καμία κωλοτούμπα, ότι υπέγραψε μεν το Μνημόνιο, αλλά ως γίγαντας της πολιτικής, όπως θεωρεί τον εαυτό του, θα κάνει καναδυό μαγκιές και θα ανατρέψει αυτά που υπέγραψε, θα μειώσει την ανεργία στο μισό, θα καταφέρει με τις μαγικές του ιδιότητες να αποκτήσει η χώρα ρυθμό ανάπτυξης 9% (!!), δηλαδή πιο ψηλά κι από τα επίπεδα της Κίνας, θα διώξει όλους τους λαθρομετανάστες, γιατί θα τον φοβηθούν και θα το βάλουν στα πόδια κι ένα σωρό άλλες παλαιοκομματικές ασυναρτησίες. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι υπόσχεται πως όλα αυτά θα γίνουν μέσα στην επόμενη διετία, ούτε καν σε ορίζοντα τετραετίας ή οκταετίας, όπως έλεγαν κάποιοι πολιτικοί αρχηγοί σε παλαιότερες εποχές. Για μένα όμως, το αποκορύφωμα είναι η αστεία καπήλευση της θρησκείας και των εθνικών συμβόλων, όπως ο εθνικός ύμνος. Υπόσχεται ότι η εκπαίδευση θα γίνει ελληνοχριστιανική, σα να μας λέει ότι μόνο οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι Έλληνες. Σε όλες του τις αναφορές κάνει λόγο για το "Θεό που θα βοηθήσει τη χώρα μας" κατά το πρότυπο του "God bless America" των αμερικανών προέδρων ξεχνώντας τραγικά ότι στις ΗΠΑ η όποια εμπλοκή του Θεού με την πολιτική αρχίζει και τελειώνει σε αυτήν και μόνο τη φράση - ακόμα και η ευχή "καλά Χριστούγεννα" έχει πλέον μετατραπεί σε "καλές διακοπές" ελέω λαϊκού κράτους στις ΗΠΑ. Και φυσικά το αποκορύφωμα αστειότητας ήταν ο εθνικός ύμνος που έψαλλαν οι οπαδοί του στο τέλος της χθεσινής προεκλογικής του συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη και που ενδεχομένως επαναληφθεί απόψε στην Αθήνα. Να μην παρεξηγηθώ, ο εθνικός ύμνος είναι ιερό σύμβολο και δεν είναι αστεία υπόθεση, όμως τον γελοιοποιούν όσοι τον χρησιμοποιούν για πολιτικές σκοπιμότητες. Ποιο ήταν το νόημα; ότι οι νεοδημοκράτες είναι πραγματικοί Έλληνες; ότι ο Σαμαράς είναι ο εθνικός ηγέτης που χρειάζεται ο τόπος (τι ματαιοδοξία Θεέ μου!); ότι θα γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας και θα πάει η χώρα μπροστά αρκεί να τραγουδάμε τους στίχους του εθνικού ποιητή; Αν είναι έτσι ρε παιδιά, να τραγουδάμε όλοι από το πρωί ως το βράδυ και στο σπίτι μας ακόμα τον εθνικό ύμνο, μπας και σωθεί ο τόπος. Αλλά δε σώζεται έτσι ο τόπος.
Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη είναι πραγματικά σε πολύ δύσκολη θέση σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση και δεν μπορεί να το κρύψει όσο και να το επιδιώκει. Άλλαξε τον αρχηγό του με έναν άνθρωπο που ξέρει μεν να χειρίζεται καλά την ελληνική γλώσσα και ο οποίος ζητάει διαρκώς συγγνώμη αντί να δεχτεί να αναλάβει έντιμα και θαρραλέα το κόστος των αποφάσεων, που άλλωστε και ο ίδιος στήριξε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όμως δεν έχει κάποιο πειστικό, θετικό μήνυμα να προτάξει. Το σύνθημα που έχει επιλέξει το ΠΑΣΟΚ για αυτήν την εκλογική αναμέτρηση περί "αυτοδύναμης Ελλάδας" αποτελεί μεν μια έξυπνη απάντηση στο σύνθημα περί "αυτοδύναμης ΝΔ" που προτάσσει το αντίπαλο κόμμα, όμως αντί να κλείνει πληγές, ανοίγει νέες. Γιατί έφτασε να αποτελεί ζητούμενο η αυτοδυναμία μιας χώρας, κάτι που θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο, και μάλιστα ύστερα από μια κυβέρνηση του ίδιου του ΠΑΣΟΚ; Από την άλλη, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο προεκλογικός αγώνας του ΠΑΣΟΚ επικεντρώνεται τόσο πολύ στον αρχηγό του, από τη στιγμή που υποτίθεται ότι η νέα εποχή επιτάσσει κόμματα αρχών και όχι αρχηγών, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το περιβόητο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του κόμματος, στην πρώτη θέση του οποίου τοποθετήθηκε ο Ολυμπιονίκης της Άρσης Βαρών, ο Πύρρος Δήμας, ένα πρόσωπο που τυγχάνει μεν ευρείας αποδοχής από την κοινή γνώμη, αλλά δεν έχει πολιτικό λόγο. Αν το ζητούμενο ήταν να πληροφορηθεί ο κόσμος ότι ο Πύρρος Δήμας θα ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει με έναν άλλον τρόπο (με μια δήλωση, ένα μήνυμα στο τουίτερ κλπ) και πάντως σίγουρα όχι με την τοποθέτησή του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Πρόκειται για ακόμα μία κίνηση που θα ταίριαζε σε μια άλλη προγενέστερη εποχή, και πάντως όχι στη σημερινή, όπου απαιτείται περισσότερος πολιτικός λόγος με πειστικά επιχειρήματα. 
Και φυσικά, θα ήταν μικρό το κακό για το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, εάν τα λάθη του ήταν μόνο επικοινωνιακά. Το χειρότερο όλων είναι η προφανής έλλειψη στρατηγικής. Ο κύριος Βενιζέλος δίνει την εντύπωση ότι, σαν άλλος Σαμαράς, όχι μόνο θεωρεί τον εαυτό του "μεγάλο ηγέτη" αλλά απορεί και από πάνω, που η συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ δεν ανέβηκε κατακόρυφα μετά την εκλογή του στην αρχηγία του κινήματος. Όλος ο αρχικός του σχεδιασμός έμοιαζε να είναι επικεντρωμένος στο πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να επιδίδεται τον τελευταίο καιρό σε απίστευτα πολλές, σπασμωδικές κινήσεις, όταν διαπίστωσε ότι το δικό του προσωπικό βάρος είναι στην πραγματικότητα δυσανάλογο σε σχέση με ότι πίστευε μέχρι τώρα. Κεντρικό μήνυμα δεν υπάρχει. Τη μια μας λέει ότι θα υπάρξει συγκυβέρνηση των δύο μεγάλων κομμάτων, την άλλη μας λέει ότι θα πρέπει τα δύο κόμματα να έχουν πάνω από 50%, την επομένη υποστηρίζει ότι ακόμα και αν τα δύο κόμματα έχουν πάνω από 50% των ψήφων θα πρέπει να συμμετέχει και κάποιο κόμμα της Αριστεράς, για να αλλάξει και αυτήν την άποψη στη συνέχεια και να προβάλλει την ανάγκη σχηματισμού κεντροαριστερής κυβέρνησης την επομένη των εκλογών. Μία από τα ίδια έχουμε και για το ερώτημα του ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, όπου σε πέντε διαφορετικές ομιλίες/συνεντεύξεις του κυρίου Βενιζέλου, έχουν διατυπωθεί πέντε διαφορετικές απόψεις. Και φυσικά, ο όποιος πολιτικός προεκλογικός λόγος διατυπώνεται, επικεντρώνεται μόνο στην περίοδο από τον Ιούνιο του 2011 και μετά, όταν ο κύριος Βενιζέλος έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Όλη η προηγούμενη περίοδος περικλείεται σε ένα αμφίσημο "συγγνώμη", το οποίο μπορεί κάποιος να το ερμηνεύσει είτε ως ειλικρινή αποκήρυξη της προγενέστερης περιόδου, οπότε γεννάται το ερώτημα γιατί κατεβαίνει ως υποψήφιος στις εκλογές ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, είτε ως μια εύκολη λύση ανάγκης για να μην ανοίξει η συζήτηση για το παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση πάντως το αποτέλεσμα είναι ότι "μαζί με τα ξηρά καίγονται και τα χλωρά", ενώ αρχίζει και αναρωτιέται ο ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ που έδειξε ανοχή την πρώτη περίοδο εφαρμογής του πρώτου Μνημονίου, αν άξιζε τελικά τον κόπο εκείνη η μετριοπάθεια του. Αλλά δε συσπειρώνεται με αυτόν τον τρόπο ένα κόμμα που διεκδικεί την πρώτη θέση.
Τα κόμματα της Αριστεράς, μολονότι ούτε τη δεύτερη δανειακή σύμβαση ψήφισαν ούτε το PSI ήθελαν και πολύ, εκτιμώ ότι έχασαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίοδο από το Νοέμβριο που ορκίστηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου μέχρι την ημερομηνία της επίσημης προκήρυξης των εκλογών, σαν να μη νοιάζονταν καν να κερδίσουν αυτές τις εκλογές ή σαν να μην το πίστευαν. Δε λέω, ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες ημέρες έχει ανεβάσει τους τόνους στο συγκεκριμένο θέμα, όμως ποιος πιστεύει ειλικρινά ότι ένα κόμμα που δεν προέτασσε για μήνες το ενδεχόμενο να κυβερνήσει τη χώρα, θα δημιουργήσει ρεύμα υπέρ του δέκα ημέρες πριν τις κάλπες; Αλλά και που μιλάει για "κυβέρνηση της αριστεράς" τι ακριβώς μας λέει; Πόσο καθαρό είναι το στίγμα του; Τη μια μιλάει για αριστερή διακυβέρνηση της χώρας και την άλλη αναφέρεται σε ένα αόριστο αντιμνημονιακό μέτωπο απίστευτα ετερόκλητων δυνάμεων. Για κάποιον που δεν αρκείται απλά στην ανάγκη "να καταψηφιστούν τα κόμματα που κυβερνούσαν τόσα χρόνια την Ελλάδα", το ερώτημα είναι σημαντικό: γιατί να ψηφίσει κάποιος ΣΥΡΙΖΑ, όταν υπάρχει το ενδεχόμενο ψηφίζοντας κάποιος Τσίπρα να του βγει Καμμένος, παραφράζοντας το σύνθημα του Αλέξη Τσίπρα για τους αρχηγούς των δύο μεγάλων - μέχρι σήμερα - κομμάτων; Την ίδια στιγμή βέβαια τα άλλα κόμματα της Αριστεράς σφυρίζουν κλέφτικα, με το ΚΚΕ να σνομπάρει ακόμα και τον χαρακτηρισμό του ως "αριστερού κόμματος" και τη Δημοκρατική Αριστερά να μην ξέρει πραγματικά τι θέλει. Το κόμμα αυτό διαφωνεί με όλους, αλλά θέλει να συγκυβερνήσει. Προτίθεται να συμμετάσχει σε μια μετεκλογική κυβέρνηση συνεργασίας με άλλα κόμματα υπό όρους προγραμματικής σύγκλησης, όμως την ίδια στιγμή δεν εργάζεται σε μια προσπάθεια πρόταξης συγκεκριμένων προγραμματικών δεσμεύσεων, ώστε να ξεκινήσει ένας γόνιμος προεκλογικός διάλογος ανάμεσα στις δυνάμεις με τις οποίες θα μπορούσε να συνεργαστεί. Εκτός κι αν στη ΔΗΜ.ΑΡ. πιστεύουν ότι μέσα στις 3 ημέρες που διαρκεί σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας η διερευνητική εντολή προς τον αρχηγό ενός κόμματος, θα μπορέσουν να συμφωνηθούν προγραμματικές συγκλήσεις με βάθος χρόνου, την ώρα που το πολιτικό σύστημα έκανε μία εβδομάδα για να συμφωνήσει στο όνομα του Λουκά Παπαδήμου ως πρωθυπουργού τον περασμένο Νοέμβριο.
Τα κόμματα της αποκαλούμενης δεξιάς πολυκατοικίας (ΛΑ.Ο.Σ., Δημοκρατική Συμμαχία και Ανεξάρτητοι Έλληνες) κατά τη γνώμη μου κακώς θεωρούνται ως γειτονικά, αφού η Δημοκρατική Συμμαχία έχει κατά τη γνώμη μου τόσα κοινά με τα άλλα δύο κόμματα όσα και ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Αυτό και μόνο είναι ενδεικτικό της μεγάλης αδυναμίας του απερχόμενου πολιτικού συστήματος, όπου κάτω από την ταμπέλα ενός κομματικού σχηματισμού συγκεντρώνονταν απίστευτα ετερόκλητα στοιχεία. Δεν έχω να σχολιάσω και πολλά για τα συγκεκριμένα κόμματα, τα οποία πέρασαν για μένα απαρατήρητα. Για παράδειγμα, δεν έχω συγκρατήσει ούτε ένα μήνυμα που να έχει εκπέμψει κατά την προεκλογική περίοδο το κόμμα του κυρίου Καρατζαφέρη. Οι όποιες παρεμβάσεις του ήταν ανούσιες, κενές πολιτικού περιεχόμενου και περισσότερο εξέφραζαν την αγωνία της πολιτικής του επιβίωσης στο μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό, παρά εμπεριείχαν κάποιο θετικό λόγο. Το κόμμα του κυρίου Καμμένου, κατά τη γνώμη μου είναι μια καθαρά εσωτερική υπόθεση της δεξιάς παράταξης, προκλήθηκε αρκετός ντόρος γύρω από αυτό, όμως το περιεχόμενο όλης αυτής της φασαρίας προσωπικά με άφησε αδιάφορο, ως πρόσωπο που ουδέποτε ανήκα στο συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό χώρο. Γενικότερα πάντως αξιολογώ το κόμμα Καμμένου ως παθογένεια του καιρού μας, όπου χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις και ιδεολογικό στίγμα - πέρα από κάποιες αόριστες εθνικοπατριωτικές κορώνες - καταφέρνει ένα νεοσύστατο κόμμα να συσπειρώσει ψηφοφόρους, οι οποίοι ενδιαφέρονται απλά να "αλλάξει το σύστημα" γενικά κι αόριστα, χωρίς όμως να ξέρουν ή να ενδιαφέρονται για αυτό το νέο που θα αλλάξει το παλιό. Είναι το κατεξοχήν "κόμμα του θυμού και της οργής", όμως εκτιμώ ότι δεν έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει υπό τη συγκεκριμένη του μορφή. Όσον αφορά το κόμμα της κυρίας Μπακογιάννη, έχω μία μεγάλη απορία: πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα που αυτοαποκαλείται "σύγχρονο" και "ευρωπαϊκό" να χρησιμοποιεί συνθήματα τύπου "είναι αδιόρθωτοι" ή "φταίει το κράτος, άλλαξε το", όταν το κράτος δεν είναι μόνο η κυβέρνηση ενός τόπου, αλλά είμαστε όλοι μαζί ως κοινωνία. Από κει και πέρα εκτιμώ ότι είναι τουλάχιστον αντιφατικό να προβάλλεται ως φιλολαϊκό ένα κατεξοχήν νεοφιλελεύθερο κόμμα, όπου το πολιτικό του επιχείρημα περιορίζεται στο μότο "να μην πληρώνει ο ιδιωτικός υπάλληλος τον αργόμισθο υπάλληλο του δημοσίου τομέα". Μόνο αυτό πρεσβεύει ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός ή και πολλά ακόμα που απλά αποσιωπούνται;
Για τα υπόλοιπα κόμματα δεν έχω να κάνω κάποιο σχόλιο, γιατί πολύ απλά πέρασαν απαρατήρητα σε αυτήν την προεκλογική περίοδο ελέω και του συστήματος που ισχύει και δεν επιτρέπει την επαρκή προβολή τους. Σε γενικές γραμμές πάντως, δεν έχω αντιληφθεί το διαφορετικό πολιτικό στίγμα της Κοινωνικής Συμφωνίας - ένα ακόμα από τα πολλά κόμματα της κεντροαριστεράς. Αν είναι να κάνει δικό του κόμμα, όποιος έχει να προτείνει από λίγα ισοδύναμα μέτρα αντιστάθμισης των επαχθών όρων του Μνημονίου, τότε θα έπρεπε να κατεβούν 102 κόμματα στον προεκλογικό αγώνα και όχι 32. Το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων, αν και από το 2009 εκπροσωπούνται στο ευρωκοινοβούλιο, δυστυχώς δεν έχουν κατορθώσει να αφήσουν το στίγμα τους ακόμη, και μοιάζουν σαν ένα ακόμη αριστερό κόμμα, που λέει καναδυό πράγματα παραπάνω περί οικολογίας. Η Δράση του Στέφανου Μάνου δεν έχει να μου πει τίποτε περισσότερο από κάποια έξυπνα βιντεάκια στο ίντερνετ. Αυτός όμως δεν είναι επαρκής λόγος να ψηφιστεί ένα κόμμα. Η Χρυσή Αυγή αποτελεί, όπως και το κόμμα του Καμμένου, κατεξοχήν σύμπτωμα μιας κοινωνίας εν εξάλλω κατάσταση, που δεν ξέρει τι θέλει. Χωρίς να το δικαιολογήσω, μπορώ να κατανοήσω πώς το υπάρχον πολιτικό σύστημα εξέθρεψε με το λαϊκισμό και την αδράνεια του την αναπάντεχη ενδυνάμωση του ακραίου αυτού κόμματος. Η μεγάλη μου απορία όμως είναι να δω πόσο μεγάλη είναι η απήχηση του κόμματος αυτού στο σύνολο της επικράτειας, πέρα δηλαδή από περιοχές με έντονο το πρόβλημα από την παρουσία λαθρομεταναστών, όπως ορισμένες γειτονιές της Αθήνας, η Πάτρα, η Ηγουμενίτσα κλπ. Αν το φαινόμενο περιορίζεται μόνο σε αυτές τις περιοχές, είναι στο χέρι της αυριανής κυβέρνησης να το περιορίσει με ανάληψη σοβαρών και αποφασιστικών - αλλά όχι ακραίων - αποφάσεων. Το πρόβλημα θα είναι μεγάλο και δύσκολα διαχειρίσιμο, εάν διαφανεί ότι η Χρυσή Αυγή έχει στήριξη και σε περιοχές, όπου το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι λιγότερο έντονο.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: μα καλά, όλα στραβά κι ανάποδα τα βλέπω στη χώρα; Κανέναν δεν πρέπει να ψηφίσουμε; Κάθε άλλο. Είμαι οπαδός της συμμετοχής όλων των πολιτών στην εκλογική διαδικασία. Το "νίπτω τας χείρας μου" δε με εκφράζει σε καμία περίπτωση. Η όποια καλόπιστη κριτική μου εστιάστηκε αποκλειστικά στην κάκιστη επικοινωνιακή διαχείριση του προεκλογικού αγώνα από τα κόμματα μέχρι σήμερα. Ενώ όλοι μιλάνε για την "πιο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση της Μεταπολίτευσης" ή ακόμα και την περιόδου μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ όλοι μιλάνε για τη "νέα εποχή" ξορκίζοντας παλαιοκομματικές νοοτροπίες και πρακτικές, η μόνη θετική αλλαγή που παρατηρούμε είναι ότι γλιτώσαμε από τις ρυπογόνες αφίσες των υποψηφίων στους δρόμους και από τις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις. Για μένα δεν είναι θετικό σημάδι το ότι οι αλλαγές έχουν περιοριστεί μόνο στα στοιχεία αυτά. Από εκεί και πέρα, είναι στο χέρι του πολίτη να αποφασίσει με τη συμμετοχή και με την ψήφο του ποιες βαθύτερες αλλαγές θέλει να επιφέρει στο υπάρχον πολιτικό σύστημα σταθμίζοντας όχι μονάχα τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα των κομμάτων, αλλά και τις προτάσεις τους εμπιστευόμενος κυρίως πρόσωπα που θεωρεί αξιόπιστα και ικανά να συμβάλλουν δημιουργικά στην πρόοδο, στη δημιουργία μιας καλύτερης χώρας προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση - ανάλογα με την προσωπική στάθμιση αξιών του καθένα από εμάς. Μα, θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος, υπάρχουν σήμερα αξίες ή διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των προσώπων ή των κομματικών σχηματισμών; Ναι, υπάρχουν. Ίσως όχι τόσο έντονες όσο παλιά, όμως υπάρχουν. Θα μπορέσει κάποιος να τις εντοπίσει πιο εύκολα, εάν κάτσει μόνος του και σκεφτεί τι θέλει ο ίδιος για το μέλλον του εαυτού του, της οικογένειας του και συνολικά της χώρας. Όσο κάποιος δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό το δύσκολο, κρίσιμο, αλλά βασικό ερώτημα, τότε όντως για αυτόν όλοι θα μοιάζουν "ίδιοι". Εάν όμως κάποιος καταλήξει σε μια συγκεκριμένη απάντηση, τότε είμαι σίγουρος ότι θα βρει μια πειστική διέξοδο - διαφορετική για τον κάθε πολίτη - για το πού να ρίξει την ψήφο του αυτήν την Κυριακή (σε ένα παραδοσιακό ή σε ένα νέο κόμμα, σε έναν ήδη εκλεγμένο βουλευτή ή σε έναν καινούριο υποψήφιο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου