1 Οκτωβρίου 2012

Το Κυπριακό Ζήτημα: μια σύντομη ιστορική αναδρομή


Αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο σταυροφορικό βασίλειο κατά τη διάρκεια της τρίτης Σταυροφορίας. Το 1192 καταλήφθηκε από το Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και παραχωρήθηκε στον γαλλικό οίκο των Λουζινιάν. Το 1489, η Αικατερίνη Κορνάρο, η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου, αναγκάστηκε να πουλήσει το νησί στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Το 1571 και ύστερα από πολλούς μήνες πολιορκίας, το νησί κατελήφθη από τους Οθωμανούς. Παρά την αφύπνιση του εθνικού αισθήματος μεταξύ των Ελλήνων κατοίκων του νησιού ύστερα από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830, μετά το ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1878 η εξουσία πέρασε de facto στη βρετανική αυτοκρατορία, με την Κύπρο να μετατρέπεται σταδιακά σε βρετανικό προτεκτοράτο και αργότερα, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, σε αποικία του Στέμματος. 
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το αίτημα για ένωση του νησιού με το ελεύθερο ελληνικό κράτος άρχισε σταδιακά να ενδυναμώνεται, με αποκορύφωμα το ανεπίσημο δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950, όταν το 95.7% ψήφισαν υπέρ της Ένωσης. Τέσσερα χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη δράση της η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) από το Νοέμβριο του 1954 μέχρι το Φεβρουάριο του 1959 και την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου στις 11 του μηνός.
Το κείμενο των δύο αυτών συμφωνιών προέβλεπε τη σύσταση ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, το οποίου όμως θα τελούσε υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς προστασίας εκ μέρους των τριών εγγυητριών δυνάμεων, της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συνθήκης Εγγυήσεως που υπογράφτηκε στα πλαίσια των Συμφωνιών της 11ης Φεβρουαρίου: "Η Ελλάς, το Ηνωμένον Βασίλειον και η Τουρκία,  λαμβάνουσαι υπό σημείωσιν τας υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Κύπρου τας καθιερουμένας υπό του άρθρου 1, αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησίαν, την εδαφικήν ακεραιότητα και την ασφάλειαν της Δημοκρατίας της Κύπρου, ως και την κατάστασιν πραγμάτων την καθιερωθείσαν υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος".
Τι προέβλεπε το άρθρο 1, της Συνθήκης Εγγυήσεως θέτοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσαν να δράσουν οι εγγυήτριες δυνάμεις; "Άρθρο 1. Η Δημοκρατία της Κύπρου αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως εξασφαλίση την διατήρησιν της ανεξαρτησίας της, της εδαφικής της ακεραιότητος και της ασφαλείας της, ως και τον σεβασμόν του Συντάγματος της. 
Αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως μη συμμετάσχη καθ' ολοκληρίαν ή εν μέρει εις ουδεμίαν πολιτικήν ή οικονομικήν ένωσιν μετά οιουδήποτε κράτους. Εν την εννοία ταύτη δηλοί, ότι είναι απηγορευμένη πάσα δραστηριότητα δυναμένη να ευνοήση αμέσως ή εμμέσως τόσον την ένωσιν όσον και την διχοτόμησιν της νήσου".
Φυσικά, το παραπάνω πλαίσιο δεν έγινε σεβαστό από κανένα από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή την Ελλάδα (απόπειρα πραξικοπήματος) και την Τουρκία (επιχείρηση "Αττίλας"). 
Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου επικυρώθηκαν αυθημερόν από τη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων και σχεδόν ένα μήνα αργότερα από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, παρά τις αντιδράσεις των Ινονού και Ετζεβίτ (ο μετέπειτα πρωθυπουργός του "Αττίλα"), οι οποίοι διαμαρτύρονταν, επειδή η Τουρκία παραιτήθηκε από πάγιο αίτημα για διχοτόμηση του νησιού. Το Ελληνικό Κοινοβούλιο επικύρωσε τις Συμφωνίες στις 28 Φεβρουαρίου 1959 με 170 ψήφους υπέρ έναντι 118 κατά.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Γ. Τενεκίδη "Διεθνοποίηση και Αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού", οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος και της Τουρκίας, Καραμανλής και Μεντερές, είχαν υπογράψει εκ παραλλήλου απόρρητη Μυστική Συμφωνία Κυρίων, η οποία προέβλεπε την υποστήριξη για την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, την εγκατάσταση νατοϊκών βάσεων στο νησί και την απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος (ΑΚΕΛ).
Τα μεσάνυχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου 1960 υπογράφτηκε το Σύνταγμα, που καθιστούσε πλέον επισήμως την Κύπρο ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Όπως προέβλεπε το άρθρο 1 του Συντάγματος: "Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος Δημοκρατία, προεδρικού συστήματος, της οποίας ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγομένοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος της Κύπρου, ως εν τω παρόντι Συντάγματι ορίζεται".
Οι πρώτες αποσχιστικές ενέργειες - αντίθετα από το πνεύμα των Συμφωνιών της 11.02.1959 αλλά και του επίσημου Συντάγματος - έκαναν την εμφάνιση τους ήδη από τον Δεκέμβριο του 1960, όταν οι Τουρκοκύπριοι ήγειραν θέμα διαχωρισμού των δήμων και των στρατιωτικών μονάδων σε ελληνικές και τουρκικές. Παράλληλα, όμως, ζητούσαν και την πιστή εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης που προέβλεπε τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη δημόσια διοίκηση σε ποσοστό 30%.
Το Μάρτιο του 1961 οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές καταψήφισαν νομοσχέδιο για προσωρινή παράταση  της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, επειδή η κυβέρνηση δεν είχε προχωρήσει στη σύσταση χωριστών δήμων. Ακολούθως, τον Οκτώβριο του  1961, ο Αντιπρόεδρος της χώρας, κ. Κιουτσούκ, άσκησε βέτο στην απόφαση του υπουργικού Συμβουλίου για σύσταση ενιαίου κυπριακού στρατού, ενώ δύο μήνες αργότερα ανέτρεψε ακόμη μία απόφαση για συμμετοχή της Κύπρου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων κρατών. Τότε ήταν που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έθεσε για πρώτη φορά ζήτημα αναθεώρησης "των συνταγματικών εκείνων διατάξεων, αι οποίαι παρακωλύουν την λειτουργίαν του κρατικού μηχανισμού και την πρόοδον της Πολιτείας ή, χρησιμοποιούμεναι κακώς, θέτουν εν κινδύνω αυτήν ταύτην την υπόστασιν της πολιτείας..".
Το θέμα της σύστασης χωριστών δήμων συνέχισε να απασχολεί τις δύο κοινότητες, ενώ το Δεκέμβριο του 1962, οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές ψήφισαν νόμο για την κατάργηση των χωριστών δήμων, με αποτέλεσμα οι Τουρκοκύπριοι ν΄αντιδράσουν ψηφίζοντας νόμο για τη διατήρηση των δικών τους ξεχωριστών δήμων στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις. Μέσα σ' αυτό το κλίμα, ο Μακάριος προέβαλλε επιτακτικότερα την ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης.
Στις 30 Νοεμβρίου 1963, σε υπόμνημα του προς τον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ, ο Μακάριος πρότεινε την έναρξη διαπραγματεύσεων για την τροποποίηση δεκατριών σημείων του Συντάγματος, όμως η πρόταση απορρίφθηκε από την τουρκική κυβέρνηση λίγες μέρες αργότερα. Μάλιστα, στις 16 Δεκεμβρίου, ο Τούρκος πρεσβευτής στην Κύπρο επέδωσε στο Μακάριο ρηματική διακοίνωση, με την οποία η κυβέρνηση της χώρας του απειλούσε ευθέως με στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση συνταγματικής αναθεώρησης, μια ευθεία παραβίαση του πρώτου άρθρου της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1959.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1963 ένα περίεργο περιστατικό ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους αστυνομικούς και Τουρκοκύπριους, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι μετέφεραν όπλα προκάλεσε διακοινοτικές συγκρούσεις με αποτέλεσμα το θάνατο 2 Τουρκοκυπρίων και ανάπτυξη τουρκοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων. Ύστερα από πρόταση της βρετανικής κυβέρνησης και με τη σύμφωνη γνώμη Ελλάδας και Τουρκίας,  ο Κύπριος Πρόεδρος δέχτηκε την ουσιαστική διχοτόμηση του νησιού με τη χάραξη "πράσινης ζώνης" για τη διακοπή των συγκρούσεων.
Οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν τόσο από το Υπουργικό Συμβούλιο όσο και από το Κοινοβούλιο και τα όργανα της δημόσιας διοίκησης, ενώ το δεύτερο δεκπαενθήμερο του Ιανουαρίου 1964 συνήλθε στο Λονδίνο η Πενταμερής Διάσκεψη για την Κύπρο, όπου η τουρκική και η τουρκοκυπριακή πλευρά προέτασσαν την ιδέα της διχοτόμησης.
Η Βρετανία υποστήριζε ότι η λύση περνούσε μέσα από την εισδοχή της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και την ανάπτυξη νατοϊκής ειρηνευτικής δύναμης στο νησί, πρόταση την οποία απέρριψε η ελληνοκυπριακή πλευρά, η οποία είχε στο πλευρό της τη Μόσχα. Ο Σοβιετικός πρόεδρος Νικίτα Χρουστσόφ απέστειλα επιστολές στις κυβερνήσεις σειράς κρατών (Ελλάδας, Τουρκίας, Μ. Βρετανίας, ΗΠΑ και Γαλλίας) καταγγέλλοντας την ιμπεριαλιστική πολιτική του ΝΑΤΟ και προειδοποιώντας για εκδήλωση σοβιετικής αντίδρασης. Η δε ένταξη της Κύπρου στο κίνημα των Αδεσμεύτων Κρατών μεγάλωσε το ρήγμα με την Τουρκία.
Εν τω μεταξύ, τα συχνά "θερμά" επεισόδια μεταξύ των πληθυσμών των δύο κοινοτήτων διεύρυναν το ψυχικό χάσμα στο εσωτερικό του νησιού, καθώς η μία πλευρά κατήγγειλε την άλλη για απρόκλητη χρήση βίας και απόπειρα τρομοκράτησης του πληθυσμού. Το ψήφισμα 186/1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το οποίο αναγνωριζόταν η διεθνής νομική υπόσταση της κυπριακής κυβέρνησης υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο εξόργισε την Τουρκία, η οποία προετοιμαζόταν ακόμη και για εισβολή στο νησί, με αφορμή διάφορες φήμες περί επικείμενης αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζόνσον διόρισε τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον ειδικό μεσολαβητή, ο οποίος έθεσε στο τραπέζι των συζητήσεων το περίφημο "σχέδιο Άτσεσον", δηλαδή την παραχώρηση της περιοχής της Καρπασίας στην Τουρκία με αντάλλαγμα την ένωση του υπόλοιπου τμήματος του νησιού με την Ελλάδα. Το σχέδιο έγινε δεκτό από την τουρκική κυβέρνηση, όμως απορρίφθηκε από την ελληνική. Ακολούθησε δεύτερο σχέδιο που πρότεινε την εκμίσθωση τμήματος της Καρπασίας στην Τουρκία για πεντηκονταετία, όμως αυτή τη φορά ήταν οι Τούρκοι εκείνοι που το απέρριψαν, ενώ κάθετα αντίθετος και στα δύο σχέδια ήταν ο Μακάριος.
Μια ακόμη σημαντική διεθνής πρωτοβουλία ακολούθησε με το διορισμό του πρώην προέδρου του Ισημερινού Γκάλο Πλάζα, ως ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Στην Έκθεση του που υπέβαλλε στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 26 Μαρτίου 1965 πρότεινε τη διατήρηση της Κύπρου ως πλήρως ανεξάρτητου κράτους, αποκλείοντας τόσο την προοπτική ένωσης με οποιοδήποτε άλλο κράτος όσο και την τουρκοκυπριακή πρόταση περί ομοσπονδιοποίησης ως ανέφικτη.
Το σχέδιο Πλάζα απορρίφθηκε και αυτό, ενώ τα πράγματα έδειχναν να βαίνουν σε οριστικό αδιέξοδο. Αν και γίνεται λόγος για την υπογραφή μυστικού πρωτοκόλλου μεταξύ των υπουργών εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας το Δεκέμβριο του 1966 για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με παράλληλη παραχώρηση ανταλλαγμάτων στην Τουρκία, το σχέδιο αυτό, αν ήταν υπαρκτό, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ λόγω και των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας, με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε στην Κύπρο πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου, διοργανωτής του οποίου φέρεται να ήταν ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο οποίος συνδεόταν με την παλιότερη μυστική οργάνωση "Ακρίτας" και ο οποίος δολοφονήθηκε μία εβδομάδα μετά την απόπειρα. Το φθινόπωτο του 1971 ιδρύθηκε από τον Γεώργιο Γρίβα η ΕΟΚΑ Β', σε μια προσπάθεια ανακίνησης του αιτήματος για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, χωρίς όμως να βρει λαϊκή απήχηση.
Το 1973 η κρίση μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Κυπριακής εκκλησίας με την καθαίρεση του Μακάριου από το αρχιεπισκοπικό αξίωμα στις 8 Μαρτίου 1973 με το πρόσχημα ότι δεν επιτρεπόταν σ' έναν εκκλησιαστικό ηγέτη να κατέχει και πολιτειακό αξίωμα, κάτι που ξαφνικά "θυμήθηκαν" οι Κύπριοι ιεράρχες 13 χρόνια μετά την εκλογή του Μακαρίου στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα του νησιού. Ωστόσο, στις 14 Ιουλίου 1973 ο Μακάριος αποκαταστάθηκε μετά από σύγκληση Μείζονος Συνόδου.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 15 Ιουλίου 1974, εκδηλώθηκε στην Κύπρο πραξικόπημα υποκινούμενο από την ελληνική χούντα. Σημειώθηκε απόπειρα κατά του Μακαρίου, ο οποίος όμως σώθηκε και διέφυγε στο εξωτερικό καλώντας παράλληλα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ν' αναλάβει δράση για την αποκατάσταση της ομαλότητας στη χώρα του. Το Συμβούλιο Ασφαλείας συνήλθε χωρίς όμως να καταλήξει σε απόφαση, κάτι που έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα να εκδηλώσει στρατιωτική επίθεση με την κωδική ονομασία "Αττίλας" στις 20 Ιουλίου.
Η κυβέρνηση-μαριονέτα του Νίκου Σαμψών παραιτήθηκε, την ώρα που και στην Αθήνα η χούντα των συνταγματαρχών κατέρρεε. Η έναρξη πυρετωδών διαπραγματεύσεων στη Γενεύη παράλληλα με την εκδήλωση του δεύτερου κύματος της τουρκικής επίθεσης στις 14 Αυγούστου δεν απέδωσε αποτελέσματα. Χιλιάδες θύματα και αγνοούμενοι και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες συνέθεσαν το σκηνικό του οριστικού διχασμού στην Κύπρο.
Στις 15 Νοεμβρίου 1983 ανακηρύχθηκε η αποκαλούμενη "Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου", η οποία αναγνωρίστηκε μόνο από την Τουρκία. Σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου δε θεωρείται νόμιμη η υπόσταση κράτους που δημιουργήθηκε με τη χρήση βίας μονομερώς από ένα κράτος χωρίς προηγούμενη ενεργοποίηση του κεφαλαίου 7 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και γι' αυτό το αυτο-αποκαλούμενο τουρκοκυπριακό κράτος αποτελεί για τη διεθνή κοινότητα ένα ψευδοκράτος. Με αυτό το σκεπτικό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκανε δεκτές τις προσφυγές Ελληνοκυπρίων που έχασαν τις περιουσίες τους κατά την τουρκική εισβολή επιδικάζοντας υπέρ του τεράστια χρηματικά ποσά ως αποζημιώσεις.
Έκτοτε, η μοναδική στιγμή που το Κυπριακό οδηγήθηκε κοντά σε λύση (πρόσκαιρη ή οριστική, κανείς δεν ξέρει) ήταν με το σχέδιο Ανάν, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών (Νοέμβριος 2002-Μάρτιος 2004), με αφορμή και την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Με το δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 24 Απριλίου 2004, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν με συντριπτικό ποσοστό (75.83%) το προτεινόμενο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, ενώ οι Τουρκοκύπριοι είχαν ταχθεί υπέρ του σχεδίου (64.91%).
Τα τελευταία χρόνια δε σημειώθηκε καμία πρόοδος σε ό,τι αφορά το κυπριακό ζήτημα, ενώ δεν αναμένεται καμία εντυπωσιακή μεταβολή στο σημερινό τέλμα για το προσεχές διάστημα, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές στην Κύπρο, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν το Φεβρουάριο του 2013. Η είσοδος της Κύπρου στην ευρωζώνη το 2008, εξέλιξη που περιπλέκει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας όσο επιμένει να αναγνωρίζει διπλωματικά την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην ΑΟΖ του νησιού, αποτελούν δύο νέους, κρίσιμους παράγοντες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μια οριστική δειυθέτηση του προβλήματος, χωρίς ν' αποκλείεται βέβαια και το ενδεχόμενο να καταστήσουν τη λύση ακόμη πιο περίπλοκη υπόθεση.


Σχετικά θέματα:
Ιστορικές ομιλίες: Το διάγγελμα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου