11 Δεκεμβρίου 2012

Περί δημοσιογραφικής αυταρέσκειας

Σίγουρα, το να πιστεύει κανείς στον εαυτό του αποτελεί σπουδαίο προτέρημα. Η αυτοπεποίθηση δίνει ώθηση σ' έναν άνθρωπο να κυνηγήσει με μεγαλύτερη άνεση και να κατακτήσει πιο εύκολα τους στόχους του. Όπως, όμως, συμβαίνει με όλα τα πράγματα στην ζωή, το ζητούμενο είναι να μην ξεπεράσει κανείς το μέτρο, να μη μετατραπεί δηλαδή η αυτοπεποίθηση σε αυταρέσκεια και εν τέλει σε αλαζονεία. 
Τα τελευταία χρόνια, τα κρούσματα υπέρμετρης αυταρέσκειας στο χώρο της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι ουκ ολίγα. Βοηθούσης και της στροφής στην ενημέρωση λόγω της οικονομικής κρίσης, ορισμένοι δημοσιογράφοι επιδίδονται σε μια ακατάσχετη φλυαρία (τόσο τηλεοπτική όσο και μέσω των εφημερίδων), η οποία συνήθως περιτυλίγεται από φράσεις-πυροτεχνήματα τύπου "αυτό λέει η κοινή λογική", η οποία πάντα - ως εκ θαύματος - τυχαίνει να συμφωνεί με τη δική τους. Εσχάτως, διακινούνται ακόμη και θεωρίες τύπου ότι οι εκλογικές αναμετρήσεις κρίνονται χάρη στις δικές τους "από μηχανής" παρεμβάσεις (π.χ. οι εκλογές του περασμένοι Ιουνίου).
Η αυταρέσκεια στα ελληνικά Μ.Μ.Ε. έχει δύο μορφές: ατομική (η "ισχύς" του λόγου του δημοσιογράφου) ή συλλογική (η "ισχύς" του μέσου). Και στις δύο περιπτώσεις, το ζητούμενο μοιάζει να είναι η διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω του σχολιασμού της επικαιρότητας και όχι μέσω της είδησης. Εδώ βρίσκεται και η λεπτή γραμμή, η υπέρβαση του μέτρου. Το στοιχείο που διακρίνει τον αλαζόνα από εκείνον που απλά πιστεύει στις ικανότητες του είναι ότι ο πρώτος βαυκαλίζεται σκεπτόμενος πως ο λόγος του σαγηνεύει τα πλήθη και διαμορφώνει συνειδήσεις. Αισθάνεται ότι το σχόλιο του είναι πιο ισχυρό από την ίδια την είδηση και όσο περισσότερο μιλάει/γράφει/προβάλλεται τόσο μεγαλύτερη είναι η επιρροή του.
Φυσικά, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή, αν θέλετε, έχει πολύ μικρότερη δόση αλήθειας απ' ότι θέλουν ορισμένοι να νομίζουν. Ούτε βεβαίως είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Χαρακτηριστικότατο, πρόσφατο παράδειγμα είναι το υπερσυντηρητικό, αμερικανικό δίκτυο FoxNews. Έχει τη μεγαλύτερη τηλεθέαση από όλα τα ενημερωτικά δίκτυα των ΗΠΑ, ενώ η ιστοσελίδα του είναι από τις δημοφιλέστερες. Με αρκετά παρεμβατικό και απροκάλυπτα κομματικό λόγο, οι παρουσιαστές του δικτύου, βασιζόμενοι και στα μηνύματα των φανατικών Ρεπουμπλικανών τηλεθεατών τους, προέβλεπαν πριν τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου ότι ο Ρόμνεϊ θα κατήγαγε θρίαμβο κερδίζοντας με μεγάλη διαφορά τον Ομπάμα, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε ούτε καν από τις δημοσκοπήσεις που παρουσίαζε το κανάλι. Ο αιφνιδιασμός του τη βραδιά των εκλογών ήταν περισσότερο από εμφανής.
Το παράξενο με τα ελληνικά ΜΜΕ είναι πως η αυταρέσκεια (ή, αν προτιμάτε, η αλαζονεία τους) μοιάζει να αυξάνεται την ώρα που μειώνεται συνεχώς και με ραγδαίους ρυθμούς η αξιοπιστία τους στην κοινή γνώμη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, που θα μπορούσαν κάλλιστα να λέγονται δελτία απόψεων. Σχολιαστές παίρνουν θέσεις στα παράθυρα επί καθημερινής βάσης (είτε υπάρχει κάποια πραγματική είδηση, που αξίζει να σχολιαστεί, είτε όχι), ενώ τα σχόλια τους τα γνωρίζει εκ των προτέρων ο τηλεθεατής, καθώς τους ακούει κάθε ημέρα να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια. Εξάλλου, συνήθως ο χρόνος που αφιερώνεται στο σχόλιο είναι περισσότερος από το υπό σχολιασμό ρεπορτάζ, δηλαδή στην ίδια την είδηση. 
Δεν είναι τυχαίο, όμως, ότι τα δελτία ειδήσεων χάνουν σε τηλεθέαση. Δυόμιση δελτία ειδήσεων παίζουν στη ζώνη 8-9 (εξαιρουμένου του STAR που έχει το δικό του μοντέλο ειδήσεων) και δεν καταφέρνουν όλα μαζί να συγκεντρώσουν ούτε καν το άθροισμα που συγκέντρωναν ένα χρόνο νωρίτερα, όταν εξέπεμπε ακόμη ο τηλεοπτικός σταθμός ALTER, το δελτίο ειδήσεων του οποίου ήταν αρκετά δημοφιλές. 
Αντίστοιχο παράδειγμα βλέπουμε στις εφημερίδες. Έχει αυξηθεί κατακόρυφα η αρθρογραφία, όχι όμως επειδή γράφονται περισσότερες, διαφορετικές απόψεις. Σπανίζουν οι περιπτώσεις όπου ένα έντυπο φιλοξενεί πράγματι μια ποικιλία απόψεων. Το ζητούμενο είναι η υποτιθέμενη διαμόρφωση της κοινής γνώμης μέσω της κουραστικής επανάληψης των ίδιων και των ίδιων σχολίων. Μάλιστα, σε ορισμένα έντυπα υπάρχουν δημοσιογράφοι που γράφουν παράλληλα δύο άρθρα την ημέρα πιστεύοντας ότι το ένα δεν είναι αρκετά πειστικό για να χαλυβδώσει τις συνειδήσεις των αναγνωστών.
Όμως και οι εφημερίδες βλέπουν μια ραγδαία πτώση της κυκλοφορίας τους. Πανελλαδικά πωλούν λιγότερα φύλλα απ' όσα πουλούσαν μόνο στην περιφέρεια της πρωτεύουσας πριν λίγα χρόνια. Πώς είναι δυνατόν να επηρεάζει μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης μια εφημερίδα, όταν οι μόνοι αναγνώστες της είναι κυρίως όσοι έχουν σταθερές ιδεολογικές αναφορές; 
Να ξεκαθαρίσω κάτι. Είναι πολύ θετικό να διατυπώνονται σχόλια πάνω στην επικαιρότητα, υπό την προϋπόθεση να μην βαφτίζουμε το σχόλιο ως είδηση. Στα μεγαλύτερα ξένα, ενημερωτικά, τηλεοπτικά δίκτυα, οι δημοσιογράφοι-σχολιαστές διατυπώνουν τη σκέψη τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και, το σημαντικότερο, δεν αποτελούν σταθερές "γλάστρες", αλλά εναλλάσσονται και ακούγονται πραγματικά διαφορετικές απόψεις. Και βέβαια, όλα αυτά στα πλαίσια ενός ενημερωτικού τοκ σόου και όχι την ώρα του δελτίου ειδήσεων. 
Στην Ελλάδα, όμως, υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι όσο πιο πολύ μιλάει ένας δημοσιογράφος ή όσο περισσότερα άρθρα γράφει στην εφημερίδα, όσο περισσότερο επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα, τόσο περισσότερο πείθει. Επικρατεί π.χ. η αντίληψη ότι ένα άρθρο 100 λέξεων έχει μικρότερη δύναμη από ένα ή δύο άρθρα 200 λέξεων ή ότι ένα δελτίο ειδήσεων μόνο με ειδήσεις και ξεχωριστό από μια εκπομπή σχολιασμού της επικαιρότητας, θα ασκούν λιγότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Είναι η νοοτροπία: "μετά από μένα το χάος".

Υ.Γ. Αν έκρινε κάτι τις εκλογές του Ιουνίου, αυτό είναι το μπόνους των 50 εδρών και το όριο του 3% που προβλέπει ο εκλογικός νόμος - και μόνο. Καμιά εφημερίδα και κανένας τηλεοπτικός σταθμός δεν έπεισε ξαφνικά τις πλατιές μάζες των ψηφοφόρων. Αυτό διαπιστώνεται εύκολα, αν αθροίσουμε τα συνολικά ποσοστά των "φιλομνημονιακών" και των "αντιμνημονιακών" κομμάτων (όσο υποτιμητικό για τη νοημοσύνη κι αν θεωρώ έναν τέτοιο απλουστευτικό διαχωρισμό), τόσο στις εκλογές του Μαΐου όσο και του Ιουνίου. Απλά, το ζητούμενο ήταν ποιο από τα κόμματα (ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ) θα συσπείρωνε τον κόσμο του δικού του μπλοκ. Αυτός ήταν ο λόγος που μέσα σ' ένα μήνα, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης, το οποίο ψάχνει για νέους πολιτικούς σχηματισμούς με νέα πρόσωπα, στράφηκε στις σίγουρες λύσεις των παλαιών κομμάτων. Χωρίς αυτόν τον εκλογικό νόμο, ακόμη κι αν κάθε μήνα πραγματοποιούνταν εκλογές μέχρι σήμερα, τα ποσοστά των κομμάτων δεν θα άγγιζαν τα όρια των εκλογών του Ιουνίου - ό, τι κι αν έγραφαν δυο εφημερίδες, ό,τι κι αν σχολίαζαν ενάμιση κανάλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου