14 Απριλίου 2013

Οι τελευταίες στιγμές του Τιτανικού - Η μαρτυρία μιας επιβάτιδας του πλοίου, που παρέσυρε στο βυθό του Ατλαντικού 1500 ανθρώπους

Η λαίδη Νταφ-Γκόρντον και ο σύζυγος της, σερ Κόσμο, δύο από τους επιβάτες του Τιτανικού.
Πηγή: encyclopedia-titanica.org

Μεταξύ των πολλών διάσημων επιβατών του Τιτανικού ήταν και η λαίδη Λούσι Κριστίνα Νταφ-Γκόρντον, η πρώτη Βρετανίδα σχεδιάστρια ρούχων που είχε αποκτήσει διεθνή φήμη. Ήταν μεταξύ των τυχερών επιβατών του πλοίου, που κατάφεραν να σωθούν. Στα απομνημονεύματα της ("Discretions and Indiscretions", 1932), η Νταφ-Γκόρντον δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στις τραγικές εκείνες στιγμές ξεκινώντας από το ανεξήγητο, άσχημο προαίσθημα που είχε ήδη πριν το ταξίδι, την απροθυμία της να ταξιδέψει με τον Τιτανικό, μέχρι και τις τελευταίες στιγμές, όταν έβλεπε το πλοίο να ορθώνεται σαν γιγάντιος πύργος πάνω από τα σκοτεινά νερά του Ατλαντικού ωκεανού και εν τέλει να βυθίζεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, παρασύροντας 1512 ανθρώπους (επιβάτες και πλήρωμα) στα βάθη της θάλασσας. Αυτή είναι η μαρτυρία της.

"Μέσα σ' αυτό το πλωτό παλάτι, αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ του 1912, ζέστη και φώτα, το βουητό των φωνών, ο χαρούμενος ρυθμός ενός γερμανικού βαλς - οι ανέμελοι ήχου ενός μικρόκοσμου που ενδιαφερόταν για την ευχαρίστηση. Μετά καταστροφή, γρήγορη και καταλυτική - μια ιστορία τρόμου χωρίς προηγούμενο στα χρονικά της θάλασσας...
Μόνο τώρα, ύστερα από τόσο καιρό, μπορώ να συγκεντρωθώ να ανατρέξω πίσω σ' εκείνη την τρομακτική τελευταία νύχτα πάνω στον κατεστραμμένο Τιτανικό. Για χρόνια ο τρόμος ήταν υπερβολικά ζωηρός για να αντέξω την αναζήτηση της μνήμης. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να κλείσω τα μάτια για να δω τις σειρές των φωτεινών φινιστρινιών που διακρίνονταν σειρά-σειρά, μέχρι που βυθίστηκαν κάτω από τα μαύρα νερά - να ακούσω την τρομακτική κραυγή που εξαπλωνόταν πάνω από την ήσυχη θάλασσα. 
Δεν είχα πρόθεση να πλεύσω με τον Τιτανικό, παρόλο που επείγουσες δουλειές με καλούσαν στη Νέα Υόρκη. Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να εξηγήσω τη διστακτικότητα μου, όταν ο υπάλληλος στα γραφεία της White Star είπε: "Οι μόνες κουκέτες που έχουμε διαθέσιμες βρίσκονται στο νέο μας Τιτανικό, που θα πραγματοποιήσει το παρθενικό του ταξίδι".
"Ω, δεν θα με ενδιέφερε να ταξιδέψω μ' ένα καινούριο πλοίο", του είπα. "Θα ήμουν νευρική".
Γέλασε. "Γιατί, το πλοίο είναι αβύθιστο! Τα υδατοστεγή διαμερίσματα του του επιτρέπουν να διασχίσει την πιο άγρια θάλασσα και επιπλέον είναι η τελευταία λέξη της άνεσης και της πολυτέλειας".
Παρά τα επιχειρήματα του, αρνήθηκα να κλείσω την καμπίνα μου. Πήγα στο σπίτι και είπα στο σύζυγο μου Κόσμο για τους φόβους μου. Γέλασε κι εκείνος, όμως όταν συνειδητοποίησε ότι ήμουν ειλικρινής, προσφέρθηκε να έρθει μαζί μου.
Οι πρώτες μέρες του ταξιδιού ήταν ήρεμες. Όπως όλοι οι άλλοι, είχα μαγευτεί από την ομορφιά και την πολυτέλεια του πλοίου. Θυμάμαι που χαιρόμουν σαν παιδί βρίσκοντας φρέσκες φράουλες στο τραπέζι του πρωινού. 
Όλα σ' αυτό το αξιαγάπητο πλοίο ήταν καθησυχαστικά, από τον ευφυή καπετάνιο Σμιθ και την 25ετή εμπειρία του ως κυβερνήτης της White Star, μέχρι τη χαρούμενη Ιρλανδή καμαριέρα μου, με τις ιστορίες της για ντροπαλές κυρίες που είχε γνωρίσει στα εκατοντάδες ταξίδια της στον Ατλαντικό. 
Κι όμως, τίποτα δεν μπορούσε να με πείσει να γδύνομαι τελείως τη νύχτα και οι ζεστές μου εσάρπες βρίσκονταν πάντοτε έτοιμες στα χέρια μου, μαζί με τα πιο πολύτιμα πράγματα μου.
Η μέρα της καταστροφής ξημέρωσε ήρεμη και φωτεινή, όμως όσο προχωρούσε η μέρα, το κρύο Το μεγάλωνε. Το βράδυ, καθώς περπατούσαμε στο κατάστρωμα, αναρίγησα στις γούνες μου. "Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο κρύο", είπα στον Κόσμο. "Σίγουρα πρέπει να υπάρχουν παγόβουνα εδώ γύρω".
Γέλασε με την άγνοια μου και ο κάπτεν Σμιθ, που τύχαινε να περνάει από εκεί, μας διαβεβαίωσε ότι ήμασταν μακριά από την ζώνη των πάγων.
Συνοδευόμενη από τη δεσποινίδα Φρανκατέλι, τη γραμματέα μου, πήγα στην καμπίνα μου για να ζεσταθώ, όμως δεν είχε διαφορά. Όταν κατεβήκαμε κάτω για να δειπνήσουμε, κρατήσαμε τα ζεστά μας ρούχα. 
Θυμάμαι καλά εκείνο το τελευταίο γεύμα στον Τιτανικό. Είχαμε ένα μεγάλο βάζο από πανέμορφους ασφόδελους στο τραπέζι, τόσο φρέσκα σαν να είχαν μόλις κοπεί. Όλοι ήταν χαρούμενοι και οι άνθρωποι στοιχημάτιζαν για τον πιθανό χρόνο που θα έκανε αυτό το ταξίδι των ρεκόρ. Ο Μπρους Ισμέι, πρόεδρος της White Star Line, καθόταν στο διπλανό τραπέζι και είπε ότι αναμφίβολα το πλοίο θα σημείωνε ρεκόρ. 
Σ' ένα άλλο τραπέζι καθόταν ο συνταγματάρχης Τζον Τζέικομπ Άστορ και η νεαρή σύζυγος του, που μόλις επέστρεφαν στη Νέα Υόρκη ύστερα από το μήνα του μέλιτος στην Ευρώπη. Σκεφτόμουν πόσο ερωτευμένοι ήταν - οι καημένοι, ήταν οι τελευταίες ώρες που θα περνούσαν μαζί.
ους έκανε παρέα ο Ισίδωρος Στράους, ο πολυεκατομμυριούχος, και η σύζυγος του. Αυτοί οι δύο λάτρευαν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, που τους αποκαλούσαμε "Ντάρμπι και Τζόαν" του πλοίου. Μας είπαν γελώντας ότι όλα αυτά τα χρόνια του έγγαμου βίου του δεν είχαν χωριστεί ούτε για μια μέρα ή νύχτα. Ούτε χωρίστηκαν στο θάνατο, καθώς η κυρία Στράους προτίμησε να πεθάνει μαζί με το σύζυγο της παρά να εγκαταλείψει το χτυπημένο πλοίο χωρίς εκείνον.
Μετά το δείπνο πήγαμε στις καμπίνες μας στο πρώτο κατάστρωμα. Ήμουν στο κρεβάτι μια ώρα, όταν ξύπνησα από έναν αστεία βροντερό ήχο. Τότε το πλοίο σταμάτησε και ακουγόταν ο φοβερός ήχος του ατμού που που έβγαινε στον αέρα. Άκουσα ανθρώπους να τρέχουν στο κατάστρωμα έξω από την καμπίνα μου, όμως γελούσαν. "Πρέπει να χτυπήσαμε ένα παγόβουνο", άκουσα κάποιον να λέει. "Υπάρχει πάγος στο κατάστρωμα!"
Πήγα στην καμπίνα του Κόσμου και τον ξύπνησα. "Μη γίνεσαι γελοία", είπε. "Ακόμη κι αν μας γρατζούνισε ένα παγόβουνο, δεν μπορεί να επιφέρει σοβαρή ζημιά. Γύρισε στο κρεβάτι σου και μην ανησυχείς".
Επέστρεψα στην καμπίνα μου, όμως ο βρυχηθμός του ατμού εξακολουθούσε να με αναστατώνει. Τελικά σταμάτησε και επικράτησε μια απείρως πιο τρομαχτική ησυχία. Οι μηχανές είχαν σταματήσει. Έτρεξα πίσω στον Κόσμο. 
Σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβάτι, όμως σε δέκα λεπτά επέστρεψε κι έδειχνε φοβισμένος. "Μόλις είδα τον Στρατηγό Άστορ", είπε. "Πρόκειται να ζητήσει από τη γυναίκα του να ντυθεί και νομίζω ότι καλό θα ήταν να έκανες κι εσύ το ίδιο".
Γρήγορα φόρεσα τα πιο ζεστά μου ρούχα, μαζί μ' ένα χοντρό παλτό. Την ώρα που ντυνόμουν, η δεσποινίς Φρανκατέλι μπήκε στο δωμάτιο μου, πολύ αναστατωμένη. "Υπάρχει νερό στην καμπίνα μου", είπε "και αφαιρούν τα καλύμματα από τις βάρκες διάσωσης".
Ακριβώς τότε, ένας καμαρότος χτύπησε την πόρτα. "Συγγνώμη που σας αναστατώνω, κυρία, όμως οι διαταγές του καπετάνιου είναι όλοι οι επιβάτες να φορέσουν σωσίβια". 
Προτού τον ακολουθήσουμε έξω από την καμπίνα, καθώς κοιτούσα γύρω μου για τελευταία φορά, ένα βάζο με λουλούδια γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα. 
Στην αριστερή πλευρά του σκάφους επικρατούσε μια σκηνή απερίγραπτου τρόμου. Οι βάρκες κατέβαιναν μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο από αναστατωμένες φιγούρες που πολεμούσαν για θέσεις, ξεσχίζοντας ο ένας τον άλλο, ποδοπατώντας γυναίκες και παιδιά πεσμένα κατάχαμα. Πάνω στη σύγχυση αντηχούσαν οι φωνές των αξιωματικών του πλοίου.
"Πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά! Κάντε πίσω!" Τότε άκουσα τον διαπεραστικό ήχο ενός ρεβόλβερ. 
"Έλα, αγαπημένη μου", μου είπε ο σύζυγος μου. "Πρέπει να σε βάλω στις βάρκες".
Ενώ τον αγκάλιαζα, επιμένοντας ότι τίποτε στον κόσμο δεν θα με έκανε να φύγω, άνθρωποι μας προσπερνούσαν βιαστικοί προσπαθώντας να ξεφύγουν από την κόλαση του πλήθους που πάλευε και φώναζε. Ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές καθώς μια βάρκα, που έπεσε πολύ βιαστικά, αναποδογύρισε και οι άνθρωποι που ήταν μέσα έπεσαν μέσα στο σκοτεινό νερό.
"Έλα, ας δοκιμάσουμε στη δεξιά πλευρά", είπε ήρεμα ο Κόσμο. "Ίσως είναι καλύτερα εκεί". 
Ήταν καλύτερα. Υπήρχαν πλήθη, όμως δεν υπήρχε σύγχυση. Οι βάρκες γέμιζαν ήσυχα με γυναίκες, ενώ ορισμένοι αξιωματικοί και άνδρες επιβάτες βοηθούσαν να τις ρίξουν στη θάλασσα. Όταν δύο αξιωματικοί προσπάθησαν να με βάλουν με τη βία σε μια βάρκα, αρνήθηκα. Ο Κόσμο με παρακάλεσε, όμως το μόνο που του είπα ήταν, "Υποσχέσου μου ότι δεν θα τους αφήσεις να μας χωρίσουν!"
Όταν διαπίστωσα ότι δεν είχε νόημα να αντιστέκεται, υποχώρησε και περιμέναμε μαζί με τη δεσποινίδα Φρανκατέλι, η οποία αρνήθηκε να μας αφήσει. Ξαφνικά είδαμε ότι όλοι στη γύρω περιοχή είχαν εξαφανιστεί, εκτός από κάποιους ναύτες, οι οποίοι έριχναν μια μικρή βάρκα. Καθώς δεν βλέπαμε γύρω μας κάποιον άλλο, ο σύζυγος μου ρώτησε τον αξιωματικό αν μπορούσαμε να μπούμε μέσα και, αφού πήραμε την άδεια του, μας βοήθησε να μπούμε μαζί με δύο Αμερικανούς άντρες, που εμφανίστηκαν την τελευταία στιγμή. 
Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο σκοτεινά και βαθιά και απαγορευτικά έμοιαζε το νερό από κάτω και πόσο μισούσα που έφευγα από το μεγάλο, οικείο πλοίο για αυτήν την εύθραυστη, μικρή βάρκα. Ο αξιωματικός έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. 
"Φύγετε μακριά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, τουλάχιστον διακόσιες γιάρδες!"
Μόλις κατεβήκαμε στο νερό, κοίταξα πίσω. Μπορούσα να δω έναν άντρα στο κατάστρωμα να πετάει φωτοβολίδες. Καθώς απομακρυνόμασταν στο σκοτάδι, κάρφωσα τα μάτια μου στον Τιτανικό.
Έβλεπα το σκούρο σκαρί του να ορθώνεται σαν γιγάντιο ξενοδοχείο, ενώ φώτα διαχέονταν από κάθε φινιστρίνι. Καθώς κοιτούσα, μια σειρά από εκείνα τα αστραφτερά παράθυρα εξαφανίστηκε. Μάντεψα το λόγο και ανατρίχιασα ρίχνοντας μακριά το βλέμμα. Όταν πίεσα τον εαυτό μου να ξανακοιτάξει, ακόμη μια σειρά είχε εξαφανιστεί. 
"Θεέ μου, χάνεται τώρα!", φώναξε ο Κόσμο.
Είδα τα λίγα εναπομείναντα φώτα του Τιτανικού που έλαμπαν, όμως μόνο για μια στιγμή και μετά χάθηκαν. Μια υπόκωφη έκρηξη δόνησε τον αέρα. Από το βυθισμένο πλοίο αντήχησε μια απερίγραπτη κραυγή. Νομίζω ότι μόνο τότε, πολλές από εκείνες τις καημένες ψυχές που βρίσκονταν στο πλοίο συνειδητοποίησαν τη μοίρα τους.
Ακολούθησε μια ακόμη πιο δυνατή έκρηξη και η πρύμνη αυτού του μεγάλου πλοίου ορθώθηκε πάνω από το νερό. Για λίγα δευτερόλεπτα το πλοίο έμεινε ακίνητο, ενώ δυνάμωναν οι γεμάτες αγωνία κραυγές και τότε, με μια απαίσια ορμή προς τα κάτω, βυθίστηκε στον τάφο του και ο αέρας γέμισε από απαίσιες κραυγές. 
Έπεσα σε μια μορφή λιποθυμίας, από την οποία μου προκλήθηκε μια οδυνηρή ναυτία, που επέμεινε καθ' όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης νύχτας. Ανάμεσα σε διαλείμματα ναυτίας... έβλεπα τις σκοτεινές σκιές των παγόβουνων που μας περιτριγύριζαν.....
Τη στιγμή που ανέβηκα στο κατάστρωμα του Καρπάθια, μια περιποιητική καμαριέρα πέρασε μια κουβέρτα γύρω απ' τους ώμους μου και μας οδήγησαν κάτω, όπου μας προσέφεραν μπράντι, ζεστό καφέ και ρούχα για ν' αλλάξουμε. Μετά από λίγη ώρα μ' έβαλαν στο κρεβάτι σε μια όμορφη καμπίνα, που είχαν παραχωρήσει δύο επιβάτες για μένα και τον Κόσμο.
Δεν ξύπνησα παρά το επόμενο πρωί και προς στιγμή είχα ξεχάσει τα γεγονότα των τελευταίων 48 ωρών. Τότε ήρθε μια καμαριέρα φέρνοντας τσάι και καθώς είδα εκείνη αντί για την Ιρλανδή καμαριέρα μου στον Τιτανικό, ξαφνικά όλα επανήλθαν ορμητικά στη μνήμη μου.
Είδα τον Τιτανικό όπως είχα δει και εκείνη για τελευταία φορά, να βυθίζεται στον τάφο του κάτω από τον Ατλαντικό. Άκουσα ξανά αυτές τις σπαραξικάρδιες κραυγές από τα καταστρώματα. Έθαψα το κεφάλι μου στα μαξιλάρια και έκλαψα ανεξέλεγκτα. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πλήρως την τρομερή κραυγή που είχε συμβεί".


Σχετικά θέματα:
Το τελευταίο τραγούδι που έπαιζε η ορχήστρα του Τιτανικού
Πώς είχε σχολιάσει το ναυάγιο του Τιτανικού ο Γεώργιος Σουρής συγκρίνοντας το με τους ελληνικούς "Τιτανικούς"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου