2 Απριλίου 2013

Τα αυθεντικά "Καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα" του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν


Με αφορμή τη σημερινή επέτειο από τη γέννηση ενός από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (2 Απριλίου 1805), ας ξαναγίνουμε λίγο όλοι παιδιά και ας θυμηθούμε ένα από τα πιο γνωστά - και κατά κάποιον τρόπο επίκαιρα - παραμύθια του Δανού δημιουργού, τα "Καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα". Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία που αναφέρεται στη γύμνια της ματαιοδοξίας και της κολακείας, που κάνουν τους ανθρώπους υποκριτές και ηλίθιους, όταν αυτό είναι που θέλουν ν' αποφύγουν, μέχρι που έρχεται ένα μικρό παιδί και με την ειλικρίνεια της αθωότητας του αναφωνεί το προφανές, ότι "Ο βασιλιάς είναι γυμνός!". Η ιστορία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 7 Απριλίου 1837 μαζί μ' ένα άλλο διάσημο παραμύθι του Άντερσεν, τη "Μικρή Γοργόνα".


"Πριν πολλά, πολλά χρόνια ζούσε ένας αυτοκράτορας, που του άρεσαν τόσο πολύ τα καινούρια ρούχα, ώστε ξόδευε όλα του τα λεφτά προκειμένου να τα αποκτήσει. Η μοναδική του φιλοδοξία ήταν να είναι πάντα καλά ντυμένος. Δεν νοιαζόταν για τους στρατιώτες του και το θέατρο δεν τον διασκέδαζε. Στην πραγματικότητα, το μόνο πράγμα που είχε περί πολλού ήταν να κάνει βόλτα στο δρόμο και να επιδεικνύει ένα καινούριο κοστούμι από ρούχα. Είχε από ένα παλτό για κάθε ώρα της ημέρας, κι όπως κάποιος θα μπορούσε να πει για ένα βασιλιά "Βρίσκεται στο υπουργικό συμβούλιο", για εκείνον θα μπορούσε να πει, "Ο αυτοκράτορας βρίσκεται στο δωμάτιο των ρούχων".
Η μεγάλη πόλη, όπου κατοικούσε, ήταν πολύ χαρούμενη και καθημερινά έφταναν πολλοί ξένοι απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Μια μέρα έφτασαν στην πόλη δύο απατεώνες, οι οποίοι έκαναν τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ύφαιναν και διακήρυτταν ότι μπορούσαν να παρασκευάσουν το τελειότερο ύφασμα, που μπορούσαν να φανταστούν. Τα χρώματα και τα σχέδια τους, έλεγαν, δεν ήταν απλά εξαιρετικά πανέμορφα, αλλά τα υφάσματα που έφτιαχναν από το υλικό τους, είχε την καταπληκτική ιδιότητα του να είναι αόρατο από κάθε άνθρωπο που δεν άξιζε το αξίωμα του ή ήταν ασυγχώρητα ηλίθιος.
"Αυτό πρέπει να είναι ένα θαυμάσιο ύφασμα", σκέφτηκε ο αυτοκράτορας. "Αν επρόκειτο να ντυθώ μ' ένα κοστούμι κατασκευασμένο από αυτό το ύφασμα, θα μπορούσα ν' ανακαλύψω ποιοι άνδρες στην αυτοκρατορία μου δεν αξίζουν τα αξιώματα τους και θα μπορούσα να διακρίνω τους έξυπνους από τους ηλίθιους. Πρέπει να ζητήσω να μου πλέξουν αυτό το ύφασμα δίχως καθυστέρηση". Και έδωσε εκ των προτέρων ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στους απατεώνες, ώστε να πιάσουν δουλειά χωρίς να χάσουν χρόνο. Εκείνοι έστησαν δυο αργαλειούς και υποκρίνονταν ότι εργάζονταν σκληρά, όμως δεν έκαναν τίποτα στους αργαλειούς. Ζήτησαν το τελειότερο μετάξι και την πιο πολύτιμη χρυσαφένια κλωστή. Ό,τι αποκτούσαν το χαλούσαν και εργάζονταν στους άδειους αργαλειούς μέχρι αργά τη νύχτα.
"Θα ήθελα πάρα πολύ να ξέρω πώς τα πηγαίνουν με το ύφασμα", σκέφτηκε ο αυτοκράτορας. Όμως ένιωθε άβολα, όταν θυμήθηκε ότι εκείνος που δεν άξιζε για το αξίωμα του δεν μπορούσε να τη δει. Προσωπικά, ήταν της άποψης ότι δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, ωστόσο σκέφτηκε ότι ήταν συνετό να στείλει πρώτα κάποιον άλλο για να δει πώς έχουν τα πράγματα. Όλοι στην πόλη ήξεραν τι εξαιρετική ποιότητα κατείχε το προσωπικό και όλοι ανυπομονούσαν να δουν πόσο κακοί ή ηλίθιοι ήταν οι γείτονες τους.
"Θα στείλω στους υφαντές τον τίμιο γέρο υπουργό μου" σκέφτηκε ο αυτοκράτορας. "Μπορεί να κρίνει καλύτερα πώς φαίνεται κάτι, γιατί είναι έξυπνος και κανείς δεν καταλαβαίνει καλύτερα τα καθήκοντα του απ' ό,τι εκείνος".
Ο καλός γέρος υπουργός πήγε στο δωμάτιο, όπου οι απατεώνες κάθονταν μπροστά στους άδειους αργαλειούς. "Θεός φυλάξει", σκέφτηκε και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, "Δεν μπορώ να δω απολύτως τίποτα", αλλά δεν είπε τίποτα. Και οι δύο απατεώνες του ζήτησαν να πλησιάσει και τον ρώτησαν αν δεν θαύμαζε το εξαίσιο σχέδιο και τα πανέμορφα χρώματα, δείχνοντας στους άδειους αργαλειούς. Ο καημένος γέρος υπουργός προσπάθησε όσο καλύτερα μπορούσα, όμως δεν μπορούσε να δει τίποτα, μιας και δεν υπήρχε τίποτα να δει. "Ω, Θεέ μου", σκέφτηκε, "μπορεί να είμαι τόσο ηλίθιος; Δεν θα έπρεπε ποτέ να το σκεφτώ και κανείς δεν πρέπει να το μάθει! Είναι πιθανό να μην αξίζω για το αξίωμα μου; Όχι, όχι, δεν μπορώ να πω ότι δεν στάθηκα ικανός να δω το ύφασμα".
"Λοιπόν, δεν έχετε τίποτα να πείτε;", είπε ένα από τους απατεώνες, ενώ υποκρινόταν ότι ύφαινε απασχολημένος.
"Ω, είναι πολύ καλό, εξαιρετικά ωραίο", απάντησε ο γέρος υπουργός κοιτώντας μέσα από τα γυαλιά του. "Τι ωραίο σχέδιο, τι λαμπερά χρώματα! Θα πω στον αυτοκράτορα ότι το ύφασμα μου άρεσε πάρα πολύ".
"Χαιρόμαστε που το ακούμε", είπαν οι δυο απατεώνες και του περιέγραψαν τα χρώματα και του εξήγησαν το περίεργο σχέδιο. Ο γέρος υπουργός άκουσε προσεκτικά, ώστε να μπορέσει να μεταφέρει στον αυτοκράτορα ό,τι του είπαν, κι έτσι έκανε.
Εν τω μεταξύ, οι απατεώνες ζήτησαν περισσότερα χρήματα, μετάξι και χρυσή κλωστή, τα οποία χρειάζονταν  για να υφάνουν. Τα κρατούσαν όλα για τους εαυτούς τους και ούτε μια κλωστή δεν πλησίασε καν στον αργαλειό, αλλά συνέχισαν, όπως έκαναν μέχρι τότε, να δουλεύουν στους άδειους αργαλειούς.
Λίγο καιρό αργότερα, ο αυτοκράτορας έστειλε έναν άλλο τίμιο αυλικό στους υφαντές, για να δει πώς πήγαιναν τα πράγματα και αν το ρούχο κόντευε να ετοιμαστεί. Όπως και ο γέρος υπουργός, εκείνος κοιτούσε και ξανακοιτούσε, όμως δεν μπορούσε να δει τίποτα, μιας και δεν υπήρχε τίποτα να δει.
"Δεν είναι ένα πανέμορφο ρούχο", ρώτησαν οι δυο απατεώνες, επιδεικνύοντας και εξηγώντας το θεσπέσιο σχέδιο, που, ωστόσο, δεν υπήρχε.
"Δεν είμαι ηλίθιος', είπε ο άνδρας. "Είναι πολύ παράξενο, όμως δεν πρέπει ν' αφήσω κανέναν να το μάθει" και επαίνεσε το ρούχο, το οποίο δεν έβλεπε, και εξέφρασε τη χαρά του για τα όμορφα χρώματα και το φινετσάτο σχέδιο. "Είναι εξαιρετικό", είπε στον αυτοκράτορα".
Όλοι στην πόλη μιλούσαν για το πολύτιμο ρούχο. Τελικά, ο αυτοκράτορας επιθυμούσε να το δει με τα άτια του, ενώ ήταν ακόμα στον αργαλειό. Συνοδευόμενος από αυλικούς, μεταξύ των οποίων οι δύο που είχαν ήδη βρεθεί εκεί, πήγε στους δυο έξυπνους απατεώνες, που τώρα εργάζονταν όσο πιο σκληρά μπορούσαν, όμως χωρίς να χρησιμοποιούν καμία κλωστή.
"Δεν είναι υπέροχο;", είπαν οι δυο κρατικοί αξιωματούχοι που είχαν ήδη βρεθεί εκεί. "Η Μεγαλειότητα σας πρέπει να θαυμάζει τα χρώματα και το σχέδιο". Και τότε έδειξαν τους άδειους αργαλειούς, μιας και φαντάζονταν ότι οι υπόλοιποι μπορούσαν να δουν το ρούχο.
"Τι είναι αυτό;" σκέφτηκε ο αυτοκράτορας. "Δεν βλέπω απολύτως τίποτα. Αυτό είναι απαίσιο! Είμαι ηλίθιος; Δεν αξίζω να είμαι αυτοκράτορας; Αυτό θα ήταν πράγματι το πιο απαίσιο πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί".
"Στ' αλήθεια", είπε γυρνώντας στους υφαντές, "το ρούχο σας έχει την πιο ευγνώμονα αποδοχή μας" και γνέφοντας ικανοποιημένος, κοίταξε στον άδει αργαλειό, γιατί δεν ήθελε να πει ότι δεν είδε τίποτα. Όλοι οι παριστάμενοι, που ήταν μαζί του, κοιτούσαν και ξανακοιτούσαν και παρόλο που δεν μπορούσαν να δουν κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους, έλεγαν σαν τον αυτοκράτορα, "Είναι πανέμορφο". Και όλοι τον συμβούλευαν να φορέσει τα νέα θαυμάσια ρούχα σε μια μεγάλη πομπή, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σύντομα. "Είναι θαυμάσιο, πανέμορφο, εξαιρετικό", θα τους άκουγε κάποιος να λένε. Όλοι έμοιαζαν ενθουσιασμένοι και ο αυτοκράτορας διόρισε τους δυο απατεώνες "Αυτοκρατορικούς Υφαντές".
 Όλη τη νύχτα πριν από τη μέρα όπου επρόκειτο να λάβει χώρα η παρέλαση, οι απατεώνες υποκρίνονταν ότι δούλευαν και έκαψαν περισσότερα από δεκάξι κεριά. Οι άνθρωποι έπρεπε να δουν ότι ήταν απασχολημένοι να τελειώσουν το καινούριο κοστούμι του αυτοκράτορα. Προσποιούνταν ότι έπαιρναν το ύφασμα από τον αργαλειό και ότι το επεξεργάζονταν στον αέρα με μεγάλα ψαλίδια και έραβαν με βελόνες χωρίς κλωστές και επιτέλους είπαν: "Το νέο κοστούμι του αυτοκράτορα είναι τώρα έτοιμο".
Ο αυτοκράτορας και όλοι οι βαρόνοι ήρθαν στην αίθουσα. Οι απατεώνες σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά σαν να κρατούσαν κάτι και είπαν: "Αυτό είναι το παντελόνι!", "Αυτό είναι το παλτό!" και "Ορίστε ο μανδύας" και ούτε καθεξής. "Είναι τόσο ελαφριά σαν ιστός αράχνης και κάποιος αισθάνεται σαν να μην έχει τίποτα σ' όλο του το σώμα, όμως αυτή ακριβώς είναι και η ομορφιά τους".
"Πράγματι!" είπαν όλοι οι αυλικοί, που όμως δεν μπορούσαν να δουν τίποτα, γιατί δεν υπήρχε κάτι να δουν.
"Θα είχατε την καλοσύνη Μεγαλειότατε να ξεντυθείτε", είπαν οι απατεώνες, "ώστε να βοηθήσουμε τη Μεγαλειότητα σας να φορέσει το καινούριο κοστούμι μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη;".
Ο αυτοκράτορας ξεντύθηκε και οι απατεώνες υποκρίθηκαν ότι του φορούσαν το νέο κοστούμι, το ένα ρούχο μετά το άλλο, και ο αυτοκράτορας κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη από κάθε γωνιά.
"Τι καλά που φαίνονται! Τι καλά που ταιριάζουν!" είπαν όλοι. "Τι πανέμορφο σχέδιο! Τι τέλεια χρώματα! Αυτό είναι ένα θαυμάσιο κοστούμι!".
Ο τελετάρχης ανακοίνωσε ότι οι μεταφορείς του θρόνου, που επρόκειτο να κουβαλήσουν κατά την πομπή, ήταν έτοιμοι.
"Είμαι έτοιμος", είπε ο αυτοκράτορας. "Δεν μου ταιριάζει θαυμάσια;". Τότε, γύρισε ακόμη μια φορά στον καθρέφτη, ώστε οι άνθρωποι να σκεφτούν ότι θαύμαζε τα ρούχα του.
Οι αρχιθαλαμηπόλοι, που επρόκειτο να μεταφέρουν την ουρά, τέντωσαν τα χέρια τους στο έδαφος σαν να σήκωναν την ουρά και προσποιούνταν ότι κρατούσαν κάτι στα χέρια τους. Δεν ήθελαν οι άνθρωποι να ξέρουν ότι δεν μπορούσαν να δουν τίποτα.
Ο αυτοκράτορας παρήλασε στην πομπή μέσα στον όμορφο θρόνο και όλοι όσοι τον έβλεπαν στο δρόμο έξω από τα παράθυρα τους φώναζαν: "Πράγματι, το νέο κοστούμι του αυτοκράτορα είναι ασύγκριτο! Τι μεγάλη ουρά που έχει! Πόσο πολύ του πηγαίνει!" Κανείς δεν ήθελε να αφήσει τους άλλους να μάθουν ότι δεν έβλεπε τίποτα, γιατί θα σήμαινε ότι ήταν ακατάλληλος για τη δουλειά του ή ότι ήταν πολύ ηλίθιος. Ποτέ δεν είχαν θαυμαστεί περισσότερο τα ρούχα του αυτοκράτορα.
"Μα δεν φοράει απολύτως τίποτα", είπε επιτέλους ένα παιδί. "Θεέ και Κύριε! Ακούστε τη φωνή ενός αθώου παιδιού" είπε ο πατέρας και κάποιος ψιθύρισε σ' έναν άλλο τι είχε μόλις πει το παιδί. "Μα δεν φοράει απολύτως τίποτα", φώναξαν στο τέλος όλοι οι άνθρωποι. Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον αυτοκράτορα, γιατί του φάνηκε ότι είχαν δίκαιο, όμως σκέφτηκε μέσα του, "Τώρα πρέπει να το συνεχίσω μέχρι τέλους". Και οι αρχιθαλαμηπόλοι συνέχισαν με ακόμη μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, σαν να μετέφεραν την ουρά που δεν υπήρχε.


Σχετικά θέματα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου