1 Δεκεμβρίου 2013

Ποιήματα για το χειμώνα από τους Σουρή, Παράσχο, Παλαμά


Σουρής, Παράσχος και Παλαμάς. Τρεις διαφορετικοί μεταξύ τους ποιητές έγραψαν - σε διαφορετικές εποχές - τρία διαφορετικά σε ύφος και περιεχόμενο ποιήματα για το χειμώνα. Δεν ξέρω κατά πόσο σήμερα, που το κρύο του χειμώνα δεν προκαλεί το ίδιο δέος με τότε - χάρη και στην πρόοδο της τεχνολογίας - τα ποιήματα αυτά θα μπορούσαν να έχουν απήχηση, όμως αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα του έργου των τριών ποιητών.

Το σατιρικό ποίημα του Γεώργιου Σουρή δημοσιεύτηκε στο σατιρικό περιοδικό "Μη Χάνεσαι" στις 17 Σεπτεμβρίου 1881. Ξεκινούσε τότε ο χειμώνας από το Σεπτέμβρη; Όχι, βέβαια. Απλά ο Σουρής αντιπαραθέτει τα πρωτοβρόχια που σηματοδοτούν την αλλαγή της θερμοκρασίας και την αρχή έλευσης του χειμώνα με την ζέστη του καλοκαιριού, που έχει φύγει. Στην αρχή, το ποίημα ξορκίζει τα "κακά" του καλοκαιριού, ενώ στη συνέχεια περιέχει αρκετά ερωτικά υπονοούμενα, που θα έκαναν μια γυναίκα της εποχής να ντροπιάσει, αφού κατά τον Σουρή ο χειμώνας είναι η εποχή που οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά ο ένας στον άλλο, για να ζεσταθούν. 
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείψει και η σάτιρα της επικαιρότητας. Το Σεπτέμβριο του 1881 είχε ήδη αρχίσει η κατάληψη των περιοχών Άρτας και Θεσσαλίας, που νωρίτερα την ίδια χρονιά είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Βερολίνου και ο ποιητής δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη την ανακούφιση του πληθυσμού, επειδή είχε αποφευχθεί ο πόλεμος και η ζωή θα συνεχιζόταν ειρηνικά, ενώ άφηνε κάποια υπονοούμενα κατά του τότε υπουργού Ναυτικών Γεώργιου Μπούμπουλη  - ήταν ο εγγονός της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας - που μάλλον ήταν περισσότερο φιλοπόλεμος, αν ερμηνεύουμε σωστά το ποίημα. 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Καλώς τα πρωτοβρόχια, καλώς τον τον χειμώνα
Με τις βροντές, το κρύο, το χιόνι, τη βροχή,
Θε να τραβούμε ύπνο, που θα πηγαίνει γόνα,
Χωρίς κοριός ή ψύλλος να μας ανησυχεί.
Αντίο, καλοκαίρι και σκόνη βρωμερή...
Πλακώνει ο χειμώνας με φόρεμα βαρύ.

Τι όμορφα που είναι να βρέχει, να χιονίζει,
Και συ εις το κρεβάτι κατακουκουλωμένος
Ν' ακούεις  τον αέρα τον κρύο να σφυρίζει,
Και μάλιστα να είσαι κι απογυναικωμένος.
Ω! συγχωρήσατέ με, κυρίες ευγενείς,
Και την αδιαντροπιά μου δεν πέρασε κανείς.

Αλλά θαρρώ πως τούτο και σεις το λαχταράτε, 
Κι αν το γλυκό σας στόμα ποτέ δεν το προφέρει,
Πιστεύω τον χειμώνα πως όλες αγαπάτε
Με πιο ζεστή αγάπη από το καλοκαίρι.
Μα μη, σεμνές κυρίες, εντρέπεσθε και τόσο,
Και τα χρηστά σας ήθη εγώ δεν θα λερώσω.

Πρέπει να λέμε κάτι για να περνά η ώρα,
Μας φθάνει τόση λίμα για την πολιτική.
Το μέλλον της πατρίδος πάει εμπρός, και τώρα
Ας κάμουμε κουβέντα διαφορετική.
Ας πούμε για το κρύο και άλλα εξυπνάδες,
Κι ας κάμουμε, κυρίες, και λίγους χωρατάδες.

Μας φθάνει πια η τόσο μεγάλη σοβαρότης,
Είναι καιρός να πούμε και λίγα χωρατά.
Ωσάν πουλί διαβαίνει η ομορφιά της νιότης,
Και τότε εις το στρώμα ο έρως δεν πετά.
Μας φθάνει του πολέμου το τόσο νταραβέρι,
Δεν έχουμε πια φόβο, τα πήραμε τα μέρη.

Δεν θα 'χουμε και πάλι καμιά επιστρατεία,
Κανείς δεν θα φοβάται να γίνει στρατιώτης,
Θα ησυχάσει ο Βλάχος και η διπλωματία,
Και θα 'ρθουμε στα νιάτα της λεβεντιάς της πρώτης.
Λίγο κρασί ή μπύρα, κανένα γλυκό μάτι,
καμία εσπερίδα, και έπειτα... κρεβάτι

Ψυχή μου τι ωραία!.. να! να! ακούω μπρος μου
Τους φίλους επιστράτους με νέα ρεδιγκότα
Στις Λαύρες τους να λένε "ψυχή μου, ήλιε, φως μου"
Ακέραιοι και σώοι κι αφράτοι καθώς πρώτα.
Εις το κορμί δεν έχει κανείς λαβωματιά,
Μα έχει λαύρα μέσα και φλόγα στη ματιά.

Πηδούν και τρέχουν όλοι γι' αγάπη διψασμένοι,
Και μες στη μυρωδάτη κοπέλας αγκαλιά
Τις ώρες του πολέμου θυμούνται οι καημένοι,
Και σβήνουν τη φωτιά τους με χάδια και φιλιά.
Τον πόλεμο, το κράνος, τον σάκο βλαστημούν,
Και δως του μ' ένα κι άλλο φουστάνι πολεμούν.

Ειρήνη κι ησυχία, με κάστανα, με μήλα,
Με τσάι, μ' εσπερίδες, με πιάνα, με χορούς...
Πιο γρήγορα, λεβέντη χειμώνα, κατρακύλα,
Και δεν θε να μας εύρεις σας πέρσι σοβαρούς.
Τουφέκι πια δεν έχει σε τούτο τον καιρό,
Μόνο κρασί, γυναίκα, μεθύσι και χορό.

..........................................................

Δεν θέμε πολεμάρχους να έχουμε κοντά μας,
Εμείς ζητούμε ανθρώπους ήσυχους και γλεντζέδες,
Να μη μας ξεκουφαίνουν με πόλεμο τ' αυτιά μας,
Και να μας λεν τραγούδια ειρήνης κι αμανέδες.
Εφέτος ησυχία, ύπνος βαρύς, γαλήνη,
Κι ο Μπούμπουλης, αν θέλει, πολεμικός ας μείνει.


Τον Ιανουάριο του 1884, όταν το παρακάτω ποίημα δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Παιδιών", ο ξεχασμένος σήμερα Αχιλλέας Παράσχος τύγχανε μεγάλης αποδοχής και θεωρούνταν κάτι σαν "εθνικός ποιητής". Εκπρόσωπος του Ρομαντισμού στην ελληνική ποίηση, στο συγκεκριμένο ποίημα ο Παράσχος έδινε μια υπερβολικά πένθιμη εικόνα για το χειμώνα.

Ο ΧΕΙΜΩΝ
Φύσησε πάλι ο βοριάς με θυμό
Κι ο γέρος μας ήλθε ψυχρός ο χειμών.
Τ' αηδόνι τη φύση ως πριν δεν υμνεί,
Η γη μας αστόλιστος μένει γυμνή.

Κελάηδημ αφήνει ο κόραξ τραχύ,
Κι ο βράχος με πένθος το κρακ αντηχεί.
Τα ρόδα, τα άνθη, τα φύλλα στην γη
Ωχρά τα σκεπάζει φθορά και σιγή.

Παντού ερημία, παντού σιωπή!
Η φύση κοιμάται ωχρά σκυθρωπή!
Πώς μοιάζει, Θεέ μου, ο μαύρος χειμών
Την υστερινή ώρα, το τέλος ημών!


Τέλος, ένα ενδιαφέρον ποίημα, αφιερωμένο στη φύση, με την υπογραφή του Παλαμά - από το "λεύκωμα της Μυριέλλας-Μοιρίτας" - δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νουμάς" στις 23 Ιανουαρίου 1911. 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ
(Από το Λεύκωμα της Μυριέλλας - Μοιρίτας)
Τα πάντα κρύα και μαύρα και δαρμένα,
γέρο χειμώνα, σέρνεσαι και κλαις.
Μα να! βουβά τραγούδια οι μενεξέδες,
ανθούνε γαληνές οι μυγδαλιές.

Γοργόνειρο η ζωή σας, μενεξέδες,
η πνοή σας αθάνατο νερό.
Μυγδαλιές, θα σας κάψει τ' αγριοκαίρι,
το γέλιο σας δροσάτο, ευγενικό.

Παρηγορείστε τους δυστυχισμένους,
μπάλσαμο ελάτε στις λαβωματιές,
βουβά, βαθιά τραγούδια, ω μενεξέδες,
νυφούλες γαληνές, ω μυγδαλιές.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου