25 Φεβρουαρίου 2014

Ο Μιμήκος και η Μαίρη. Η διπλή αυτοκτονία που έμεινε στην Ιστορία: Περιγραφές - Η άρνηση της εκκλησίας να θάψει τον αυτόχειρα - Η παράνομη εκταφή - Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και η ποιητική έξαρση

ΑΣΤΥ, 03.03.1893

Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Αθήνα ήταν πρακτικά ένα μεγάλο χωριό, οι αυτοκτονίες έκαναν το γύρο της πόλης και αποτελούσαν θέμα συζητήσεων των κατοίκων, ενώ έβρισκαν χώρο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ωστόσο, καμιά αυτοκτονία δεν συγκλόνισε ούτε συζητήθηκε τόσο πολύ, όσο εκείνες του Μιμίκου και της Μαίρης στις 24 και 25 Φεβρουαρίου 1893, μια διπλή αυτοκτονία που αποτελεί σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα.

Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΒΕΜΠΕΡ
[ελεύθερη μεταφορά από την περιγραφή της εφημερίδας Ακρόπολις (25.02.1893) βάσει της μαρτυρίας ενός φύλακα, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας]
24 Φεβρουαρίου 1893, γύρω στις 11 το πρωί. Μια νεαρή κοπέλα, η Γερμανίδα παιδαγωγός των ανακτόρων Μαίρη Βέμπερ, 21 ετών, κατευθύνεται με γοργά βήματα προς την Ακρόπολη, προσπαθώντας ν' αποφύγει τα βλέμματα των περαστικών με το αλεξήλιο της. Τη στιγμή που εισερχόταν στα προπύλαια, οι φύλακες ετοιμάζονταν να φύγουν, όμως εκείνη τους ζήτησε άδεια να παραμείνει στην Ακρόπολη και ν' ανεβεί στ' αετώματα του Παρθενώνα. 
(Δεν συμφωνούσαν όλα τα δημοσιεύματα. Για παράδειγμα, η Επιθεώρησις είχε γράψει ότι η αυτόχειρας είχε πάει στην Ακρόπολη γύρω στις 9 το πρωί, πριν ανοίξει η είσοδος για το κοινό και ότι ζητούσε επίμονα τα κλειδιά από τους φύλακες. Ωστόσο, το ρεπορτάζ αυτό δεν επιβεβαιωνόταν από άλλες εφημερίδες.)
Οι φύλακες την γνώριζαν, καθώς η Μαίρη επισκεπτόταν συχνά τον "ιερό" βράχο, κι έτσι της έδωσαν την άδεια. Ένας μόνος παρέμεινε κοντά στο ναό της Απτέρου Νίκης και παρακολουθούσε τα βήματά της, ενώ λίγο πιο πέρα βρίσκονταν τρεις Γερμανοί περιηγητές. Αφού έκοψε λίγα λουλούδια από το ιερό έδαφος, τα έβαλε στο στήθος της και εισήλθε στον Παρθενώνα ανεβαίνοντας σιγά-σιγά τη νότια πλευρά του τοιχώματος, ενώ κρατούσε ανοιχτή και την ομπρέλα της. 
Κάθισε πάνω στο γύψο, στο σημείο όπου το ψηλότερο μέρος του αετώματος σχηματίζει οξεία γωνία. Λίγα μόλις δευτερόλεπτα αργότερα, η νεαρή κοπέλα άφησε την ομπρέλα της πάνω στο μάρμαρο, σηκώθηκε, κοίταξε δεξιά κι αριστερά για αρκετή ώρα, ενώ ο άνεμος φυσούσε στα μαλλιά της, και... Ήταν 11.20΄ακριβώς, όταν ο φύλακας είδε τη νεαρή κοπέλα να πέφτει αστραπιαία από τον Παρθενώνα εντός του περιστυλίου. Αμέσως έτρεξε στο σημείο μαζί με τον αρχιτέκτονα Τρίμη, που ανέβαινε εκείνη τη στιγμή την Ακρόπολη, αλλά και μ' έναν από τους τρεις Γερμανούς περιηγητές. 
(Τα ονόματα δεν επιβεβαιώνονται απ' όλα τα δημοσιεύματα. Για παράδειγμα, η Εφημερίς σημείωνε ότι στο σημείο έσπευσε ένας λιθοξόος, που ονομαζόταν Γαβαλάς και ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση δέκα βημάτων από το σημείο.)
Έσπευσαν, της πρόσφεραν λίγο νερό να πιεί με δυσκολία και την μετέφεραν με τα χέρια τους μέχρι την είσοδο της Ακρόπολης, απ' όπου με μια άμαξα την οδήγησαν στο κοντινό στρατιωτικό νοσοκομείο. Ο εφημερεύων ανθυπίατρος, που ονομαζόταν Μαυράκης, της προσέφερε κονιάκ αναμεμιγμένο με νερό και εξέτασε τα τραύματά της. Κατά την περιγραφή της εφημερίδας, η Μαίρη Βέμπερ έφερε "εν τραύμα επί του αντιβραχίου της αριστεράς χειρός, τεθραυσμένον ολόκληρον το ιερόν οστούν, εξ ου επήλθεν εσωτερική αιμορραγία, τραύμα καίριον επί του αριστερού οστού μετά κατάγματος του στέρνου και έτερον μικρόν τραύμα υπό την σιαγόνα". Ωστόσο, παρά τις ιατρικές φροντίδες, η Μαίρη δεν άντεξε και τελικά εξέπνευσε γύρω στη 1 το μεσημέρι. 
Αμέσως η είδηση έκανε το γύρο της πρωτεύουσας. Άλλωστε, ήταν η πρώτη φορά που αυτοκτονούσε κάποιος από το συγκεκριμένο σημείο. Όπως έγγραφε η Παλιγγενεσία (25.02.1893), η μοναδική γνωστή πτώση από τον Παρθενώνα είχε συμβεί περίπου μια εικοσαετία νωρίτερα, όμως επρόκειτο για δυστύχημα. Ήταν ένας φοιτητής αρχιτεκτονικής με καταγωγή από την Ήπειρο, που ονομαζόταν Τσομπάνος. Εκείνος είχε ανέβει στην Ακρόπολη για αρχιτεκτονικές μελέτες και από το ίδιο ακριβώς σημείο από το οποίο αυτοκτόνησε η Μαίρη Βέμπερ "κατέπεσε, θελήσας να διασκελίση το μεταξύ ρήγματος τινος του αετώματος κενόν".
"Αι λύραι των ποιητών μένουσι βουβαί προς εξύμνησιν της ποιητικής αυτοκτονίας πεζοί όντες απέναντι αιθερίας ποιήσεως" σχολίαζε ο Νέος Αριστοφάνης δυο μέρες αργότερα. "Η έξοχος αυτοκτονία της υποκρύπτει και έξοχον εραστήν, άλλως δεν εξηγείται, διότι εάν δεν υπήρχε τοιούτος ουδέποτε θα εμπνέετο υπό τοιαύτης ιδέας, ήτις θα μένη αΐδιος εις πάντα μέλλοντα περιηγητήν ερχόμενον να θαυμάση το ιερόν τούτο τέμενος του Παρθενώνος...".
ΑΣΤΥ, 27.02.1893



Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΜΙΜΗΚΟΥ
"Εν βαθεία συγκινήσει διατελεί η ημετέρα πόλις εκ του διαδραματισθέντος διπλού ερωτικού δράματος, του σπανίου εις τα ημέτερα χρονικά", σχολίαζαν οι Καιροί στις 26.02. "Ανεγράψαμεν χθες ότι ο έρως υπήρξε η αιτία,  εξωθήσασα εις το απονενοημένον διάβημα την νεαράν κόρην, αλλ' ουδείς εγνώριζε το όνομα του εραστού. Επέπτρωτο όμως να γνωσθή τούτο κατά τρόπον τραγικόν, όστις επηύξησε χθες την συγκκίνησιν την οποίαν παρήγαγεν η αδόκητος αυτοκτονία της γερμανίδος παιδαγωγού". 
Ο αγαπημένος της Μαίρης Βέμπερ ήταν ο 22χρονος, επίκουρος δόκιμος ιατρός Μιχαήλ Μιμήκος (σε ορισμένες εφημερίδες αναγραφόταν και "Μιμίκος"), ο οποίος αυτοπυροβολήθηκε, όταν πληροφορήθηκε την τραγική είδηση της αυτοκτονίας της αγαπημένης του. Σύμφωνα με το Άστυ (25.02.1893), "ο αυτόχειρ εραστής... ήτο υψηλός, μελαγχροινός, ευσταλέστατος νεανίας με μαύρον λεπτόν μύστακα. Υπό των συναδέλφων του ηγαπάτο ιδιαιτέρως, εθεωρείτο δε εις των σεμνοτέρων και μάλλον φιλοτίμων νέων της ημετέρας κοινωνίας..."
Δύο περίπου ώρες αφότου η Μαίρη είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, ο Μιχαήλ Μιμήκος πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί και έσπευσε στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου βρισκόταν το πτώμα της. Με μυθιστορηματικό τρόπο η Εφημερίς περιέγραψε τις δύσκολες και έντονα φορτισμένες εκείνες σκηνές:
"Αχ, ήλθα αργά! είπε και εζήτησε να τον αφήσωσι να μεταβή παρά τη Μαίρη, ήτις ήτο ήδη νεκρά. Έστη επί τινας στιγμάς προ αυτής και είτα έπεσεν επί του στήθους της ασπαζόμενος αυτήν και κλαίων και βρέχων με δάκρυα το ωχρόν και παράπονον εκφράζον πρόσωπον της αγαπητής του. Παρέστη ανάγκη να τον αποσύρωσιν εκείθεν οι συνάδελφοί του και ήρχισαν να τον παρηγορώσιν απομακρύνοντες αυτόν εκείθεν.
- Γνωρίζω εγώ - τοις έλεγε - ποίον είνε το καθήκον μου και ως νέου και ως στρατιώτου.
Παρέμεινεν εν τω νοσοκομείω επί πολλήν ώραν μετά των δύο φίλων του και επέδειξεν εις πολλούς τας επιστολάς της Μαίρης και την φωτογραφίαν αυτής, ην έφερεν επάνω του. Επανειλημμένως μετέβη παρά τη νεκρά και, όταν αι θεραπαινίδες εκ του ανακτόρου του Διαδόχου μετέβησαν και ενέδυσαν αυτήν, αυτός έλαβε το λείψανον και ετοποθέτησεν αυτό εντός του φερέτρου. Όταν δε εφωτογράφησαν το λείψανον αυτός ίστατο τεθλιμμένος παρά την κεφαλήν αυτής και συμπεριελήφθη εν τη φωτογραφία".
Εν τω μεταξύ, ο αδερφός του Μιχαήλ, υπολοχαγός του μηχανικού στο επάγγελμα, είχε ανησυχήσει και μετέβη στο νοσοκομείο, για να του συμπαρασταθεί και να τον βοηθήσει να συνέλθει. Τα δυο αδέρφια επέστρεψαν στο σπίτι τους και ο αδερφός του Μιχαήλ τον άφησε να κοιμηθεί, αφού προηγουμένως έλαβε όλες τις προφυλάξεις, όπως νόμιζε, αφού φοβόταν τα χειρότερα, τα οποία και επαληθεύτηκαν. Διαβάζουμε και πάλι την - προφανώς όχι ακριβή, αλλά σίγουρα φορτισμένη - περιγραφή από την Εφημερίδα:
"Περί την 3ην πρωινήν ώραν τον ήκουσεν εγερθέντα και ετοιμαζόμενον να εξέλθη. 
- Πού πας; τον ηρώτησε.
- Θέλω να πάγω να την ιδώ πού θα την θάψουν, απεκρίθη.
- Είνε νύκτα ακόμη. Κοιμήσου και όταν ξημερώση πάμε μαζή.
Και τον ηνάγκασε να πέση επί της ιδικής του κλίνης, αυτός δ' εκάθισε παρ' αυτόν αγρυπνών... Περί την 5ην δε ώραν παρεπονέθη προς τον παρακαθήμενον και αγρυπνούντα αδελφόν του, ότι εκρύωνε καταληφθείς υπό ρίγος. Ο αδελφός του ειπών αυτώ:
-Στάσου να σε σκεπάσω - έκυψε διά να λάβη εν κάλυμμα ολίγον απωτέρω κείμενον, μόλις εν βήμα. αλλά την αυτήν στιγμήν ήκουσε τον κρότον ανεγειρομένης σφύρας πιστολίου και ταυτοχρόνως τον υπό το εφάπλωμα πυροβολισμόν. Ο Μιχαήλ Μιμίκος έχων μεθ' εαυτού δίκαννον πιστόλιον, είχε θέσει αυτό επί της καρδίας του, ην διεπέρασεν η σφαίρα και τον αφήκεν άπνουν... Δεν περιγράφεται η επακολουθήσασα σκηνή εν τη οικία του ατυχούς νέου. Οι γονείς του και οι μικρότεροι αδελφοί του εθρήνουν γοερώς. Εκλήθη ιατρός - κατά σύμπτωσιν δε εκλήθη ο παράσχων τας πρώτας βοηθείας εις την Μαίρην - αλλ' ήτο περιττός, διότι ο Μ. Μιμίκος είχεν εκπνεύσει".
Μάλιστα, σ' ένα συρτάρι βρέθηκε επιστολή του αυτόχειρα προς τον αδερφό του:
"Παρακαλώ γονυκλινής να με συγχωρήσητε, να μη λυπηθήτε δε ποσώς διά τον θάνατόν μου. Δυστυχής εγεννήθην, δυστυχής έζησα, δυστυχής αποθνήσκω".


ΤΙ ΕΙΧΕ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΤΗ ΔΙΠΛΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Ήδη από τη στιγμή που έγινε γνωστή η αυτοκτονία της νεαρής Γερμανίδας, οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Αυτό που έγινε αρχικά γνωστό ήταν ότι η Μαίρη ερχόταν συχνά σε "συνεντεύξεις" (κατά τη γλώσσα των εφημερίδων της εποχής) με τον Μιμίκο, μια σχέση που φερόταν να μην τελεί υπό την έγκριση του πατέρα της νεαρής γκουβερνάντας. Μάλιστα, οι πρώτες φήμες υποστήριζαν ότι η αυτοκτονία της Μαίρης οφειλόταν σε μια επιστολή του πατέρα της, με την οποία εκείνος δεν της έδινε την άδειά του να παντρευτεί τον αγαπημένο της.
Μετά την αυτοκτονία και του Μιμίκου έγινε γνωστό ότι - ανεξάρτητα από το αν υπήρχε τέτοια επιστολή από τον πατέρα της Μαίρης - η αυτοκτονία της κοπέλας οφειλόταν σε μια τραγική παρεξήγηση. Λόγω αρρώστιας, ο Μιχαήλ δεν μπορούσε ν' απαντήσει τις τελευταίες ημέρες στα γράμματα της αγαπημένης του, η οποία όμως φοβήθηκε ότι εκείνος δεν την αγαπούσε πια. Το μοιραίο εκείνο πρωινό του είχε στείλει και νέα επιστολή, με την οποία του ζητούσε να συναντηθούν στην Ακρόπολη, αλλιώς θα έδινε τέρμα στην ζωή της. Εκείνος δεν πρόλαβε να διαβάσει έγκαιρα την επιστολή και τελικά τα πράγματα πήραν την τραγική τους πορεία.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, τόσο η Μαίρη όσο και ο Μιχαήλ είχαν βιώσει αυτοκτονίες στις οικογένειές τους και μάλιστα από αδέρφια. Επίσης, έγινε γνωστό ότι η Μαίρη Βέμπερ είχε αποπειραθεί ακόμη δύο φορές να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τον Παρθενώνα, όμως και τις δύο φορές την είχε σώσει ο Μιμήκος.


Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΝΑ ΚΗΔΕΨΕΙ ΤΟΝ ΜΙΜΗΚΟ
Η κηδεία της Μαίρης Βέμπερ πραγματοποιήθηκε στις 10 το πρωί της 25ης Φεβρουαρίου. Παρευρέθηκε πλήθος κόσμου, μεταξύ των οποίων εκπρόσωποι από τα Ανάκτορα, όπως και ο Γερμανός πρόξενος. Μάλιστα, κατατέθηκαν τέσσερα στεφάνια: το ένα από τη βασίλισσα Όλγα, ένα δεύτερο από την πριγκίπισσα Σοφία, το γιο της οποίας διαπαιδαγωγούσε η Μαίρη, ενώ από ένα στεφάνια απέστειλαν οι αυλικοί και η γερμανική παροικία στην Αθήνα. Εξάλλου, πολλοί ήταν και οι απλοί πολίτες, ιδίως γυναίκες, που έσπευσαν στο νοσοκομείο, για να δουν από κοντά τη νεκρή, ενώ αργότερα κατέκλυσαν τους λόφους γύρω από την οδό Αναπαύσεως, για να παρακολουθήσουν την κηδεία.
Η κηδεία του Μιμήκου έγινε στις 4 το απόγευμα χωρίς την παρουσία ιερέα, επειδή αυτός ήταν αυτόχειρας - για την Βέμπερ δεν υπήρχε αντίστοιχο πρόβλημα, επειδή ήταν Προτεστάντισσα. Ωστόσο, αυτή η πιστή στις παραδόσεις στάση της εκκλησίας στηλιτεύτηκε από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης και των εφημερίδων, ενώ λίγες μέρες αργότερα η Ακρόπολις έθεσε τον προβληματισμό: "Τις άρα έχει δίκαιον επί του προκειμένου, η κοινωνία η συμπαθούσα και συμπονούσα τον ατυχήσαντα, ή η εκκλησία η αποστρέφουσα το πρόσωπον και περιφρονούσα τον υβρίσαντα τους κανόνας αυτής τολμηρόν παραβάτην;"
Ο συντάκτης του άρθρου, Αντώνιος Ροντήρης διαπίστωνε: "Τους μεν κακούργους, τους οποίους η λαιμητόμος, η αποτρόπαιος θεραπαινίς της Νεμέσεως καρατομεί, προσέρχεται η Εκκλησία και περιθάλπει και παρηγορεί, εκείνους δε οι οποίοι τον ίδιον βίον χάριν μιας ευγενούς ιδέας συντρίβουσιν, εκείνους οι οποίοι κατά το πλείστον μεν είνε θύματα της φαυλότητος του κοινωνικού καθεστώτος.... ούτους η Εκκλησία περιφρονεί και αυτούς αποστρέφεται... Η Εκκλησία αρνούμενη εις τους αυοκτόνους την θρησκευτικήν παρηγορίαν, ουδέν άλλο πράττει, ειμή καθαράν αδικίαν κατ' εκείνων, οι οποίοι αναμφισβητήτως είνε αθώοι πάσης αμαρτίας και οι οποίοι απ' εναντίας έχουσιν ανάγκην πάσης ψυχικής περιθάλψεως και πάσης θρησκευτικής υποστηρίξεως... διαπράττει αδικίαν κατά των επιζώντων συγγενών του ατυχούς θύματος" (Ακρόπολις, 28.02.1893).

Άλλες εφημερίδες συνέκριναν τη σκληρή στάση της Εκκλησίας με την πιο ελαστική που είχε επιδειχθεί λίγες μέρες νωρίτερα, όταν είχε αυτοκτονήσει ένας τραπεζίτης. Στο κύριο άρθρο της με τίτλο "Νεκρός και Νεκρός", η Επιθεώρησις σχολίαζε στις 27.02:
"Εντός βραχυτάτου χρονικού διαστήματος η ημετέρα κοινωνία συνεκινήθη επί τω ακούσματι δύο όλως απροόπτων αυτοκτονιών... Ο εις τούτων διευθυντής τραπεζιτικού οίκου, απολαύων όλων των μέσων προς πλήρωσιν των ματαίων πόθων του ηυτοκτόνησεν απορφανίσας διά του εκουσίου θανάτου του σύζυγον και τέκνα του φυσικού αυτών προστάτου, ο έτερος νέος σφριγών, με καρδίαν τρωθείσαν δεινώς υπό σφοδροτάτου, αλλ' εξ ίσου ευγενούς έρωτος ετερμάτισεν εκουσίως την ζωήν εκπληρών κατά την τεταραγμένην αυτού διάνοιαν ύψιστον καθήκον προς ευγενή ύπαρξιν αυτοκτονήσασαν χάρις του προς αυτόν αδαμάστου έρωτός της...
.. Ο αυτόχειρ διευθυντής της Βιομηχανικής Τραπέζης εφωδιασθείς πριν κατέλθη εν τω τάφω διά ιατρικού(!!) πιστοποιητικού, εκηδεύθη ουχί ως αυτόχειρ από την εκκλησίαν διαταγή του Μητροπολίτου Αθηνών, αλλ' ως παράφρων, διότι ήτο τραπεζίτης και οι τραπεζίται κατά τον κ. Γερμανόν αυτοχειριάζονται μεν, αλλά αφού πρώτον παραφρονήσωσι. Ο ατυχής της Μαίρης Βέμπερ μανιώδης, παράφρων εραστής, μη κατορθώσας να εφοδιασθή διά τοιούτου πιστοποιητικού, διότι δεν ήτο ούτε τρικουπικός, αλλ' ούτε και τραπεζίτης, αλλ' εις απλούς ευγενής και τίμιος εραστής, κατήλθε μεν εις τον τάφον μεθ' όλων των τιμών ας γνωρίζει να παρέχη η πολιτεία και η κοινωνία εις τους εναρέτους και τους τιμίους, άνευ όμως της εκκλησιαστικής πομπής και των ευχών του κ. Γερμανού, Μητροπολίτου Αθηνών..."
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Παλιγγενεσία (26.02) αναρωτιόταν: "Εάν εξελήφθη τεταραγμένην έχων την φρένα ο Αποστολίδης κατά την στιγμήν της αυτοκτονίας του, μηδεμίαν έχων συνείδησιν του καθ' εαυτού αδικήματος, διατί εθεωρήθη άλλως ο Μιμίκος, και ποίος εβεβαίωσε τον Σεβ. Μητροπολίτην ότι ο χθες αυτοκτονήσας ήτο κατά τας στιγμάς της υψίστης θυσίας ησυχώτερος του Αποστολίδου;... Μη διότι ο πρώτος ανήκεν εις την λεγομένην αριστοκρατίαν, είχε πλούτον, συγγενείς και φίλους ισχύοντας, δεν είχε δε κανέν εκ τούτων ο αυτόχειρ της χθες;"
Αντίθετα, οι Καιροί (27.02) εξέφρασαν την εκτίμηση ότι ο Μητροπολίτης "επετέλεσε το καθήκον του", αν και τον επέκριναν διότι στην περίπτωση του τραπεζίτη "ηθέτησε καταφώρως τους εκκλησιαστικούς κανόνας και εσκανδάλισε την συνείδησιν παντός χριστιανού".
Εξάλλου, στις 3 Μαρτίου η Νέα Εφημερίς έφτασε στο σημείο να προτείνει στην Εκκλησία μια... συγχωρητική προσευχή, η οποία να διαβάζεται στις νεκρώσιμες ακολουθίες και να περιλαμβάνει τις περιπτώσεις των αυτοχείρων. Με διάθεση αρχειακής - και μόνο - καταγραφής την παραθέτω εδώ:
"Αυτός, Πανάγαθε Βασιλεύ, συγχώρησον τω δούλω Σου, ει τι εν τω παρόντι βίω ως άνθρωπος επλημμέλησε. Και άφες αυτώ και τον επικείμενον μεθ' οιωνδήποτε τρόπων δεσμόν, ος αυτός καθ' εαυτόν εκ συναρπαγής ή άλλης τινός αιτίας έδησε".


ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΑΦΗ ΤΟΥ ΜΙΜΗΚΟΥ
Αν και πολλοί είχαν εκφράσει την άποψη ότι οι δυο νέοι θα έπρεπε να θαφτούν μαζί, τελικά ο τάφος του Μιχαήλ ανοίχτηκε 10 βήματα μακριά από τον τάφο της αγαπημένης του. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό "τακτοποιήθηκε" τις επόμενες μέρες, καθώς το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου (προς ξημερώματα 1ης Μαρτίου) φίλοι του Μιχαήλ Μιμίκου ξέθαψαν κρυφά το πτώμα του και το εναπόθεσαν στο μνήμα της Μαίρης Βέμπερ, μια πρωτοβουλία που χαρακτηρίστηκε αρνητικά από την πλειοψηφία του Τύπου.
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Εκείνη τη νύχτα, άγνωστοι πήδηξαν από τον τοίχο μέσα στο Νεκροταφείο, έσκαψαν τον τάφο του Μιμήκου, μετέφεραν το φέρετρο και στη συνέχεια το έθαψαν σ' έναν τάφο που είχαν σκάψει προηγουμένως παραπλεύρως, στη δεξιά μεριά από τον τάφο της Μαίρης. Μάλιστα, το αυτοσχέδιο μνήμα το διακόσμησαν εξωτερικά μ' ένα Σταυρό και ανθοδέσμες, ενώ άφησαν κι ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε: "Ωρκίσθημεν να σας ενώσωμεν οι φίλοι σου και ιδού!!!!"
"Το έχει φαίνεται γραμμένο η μοίρα του δυστυχισμένου αυτού τόπου να μη μένη κανέν πράγμα εις την θέσιν του, να καταστρέφωνται και να ποδοπατώνται και αυταί ακόμη αι υποθέσεις αι υπερέχουσαι της πεζότητος, αι περιβαλλόμεναι υπό ποιήσεως ασυνήθους διά την εποχήν μας", σχολίαζε το Άστυ (01.03.1893). Μάλιστα, οι περισσότερες εφημερίδες δημοσίευσαν την δήθεν "πληροφορία" - από ποιόν άραγε, αφού οι δράστες της τυμβωρυχίας ήταν άγνωστοι; - ότι η ομάδα των "φίλων του Μιμήκου" ετοιμαζόταν να... βανδαλίσει και τον Παρθενώνα αναγράφοντας συνθήματα υπέρ των δύο τραγικών εραστών στους κίονες του αρχαίου ναού, κάτι που ουδέποτε συνέβη.
Στις 2 Μαρτίου η Εφημερίς, που χαρακτήρισε την πιο πάνω εξέλιξη ως "εσχάτη συνέπεια της αισθηματοκρατικής μανίας... [η οποία] εκυρίευσε τους μάλλον θερμοκέφαλους", δημοσίευσε μια ανώνυμη επιστολή, η οποία είχε φτάσει στα γραφεία της και την οποία φέρονταν να έχουν συντάξει οι δράστες της εκταφής:
"Κύριε Συντάκτα, 
Την στιγμήν ταύτην (12 νυκτός) τα δύο σώματα των ευγενών πλην ατυχών υπάρξεων Μαίρης και Μιχαήλ ηνώθησαν επί της γης αφού αι ψυχαί των είνε ήδη ηνωμέναι εις τους ουρανούς.
Ημείς οι φίλοι του Μιχαήλ ορκισθέντες κατά την ημέραν της θανής των και συνδεθέντες δι' αρρήκτου και ιερού δεσμού το κατωρθώσαμεν. 
Δεν θα παραπονούνται πλέον, τους ήνωσεν ο τάφος".


ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ
Πολλοί ήταν οι κάτοικοι της Αθήνας που έσπευσαν τις επόμενες μέρες είτε στο πρώτο νεκροταφείο είτε στην Ακρόπολη θέλοντας να εκφράσουν την συμπάθειά τους για τα τραγικά αυτά πρόσωπα του Μιμήκου και της Μαίρης. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γάλλος ακαδημαϊκός Πολ Βουρζέ, ο οποίος διέμενε στην Αθήνα και παρέμεινε επί πολλές ώρες στις στήλες του Παρθενώνα, συγκλονισμένος από το ερωτικό δράμα.
Η Νέα Εφημερίς έγραφε στις 27.02.1893:
"Εις το α'  νεκροταφείον παρετηρείτο χθες καθ' όλην την ημέραν έκτακτος συρροή ανδρών, παίδων και ιδία κυριών. Ήσαν επισκέπται των τάφων των ατυχών εραστών Μαίρης Βέμπερ και Μιχαήλ Μιμήκου, τινές δεν των περιέργων τούτων, με δάκρυα εις τους οφθαλμούς εκ της συγκινήσεως, περιειργάζοντο τους τάφους φιλοσοφούντες επί της ανθρωπίνης ματαιότητος. Κυρία τς μελανειμονούσα εθεάθη ρίπτουσα άνθη επί του τάφου της Μαίρης. 
Άλλοι δε πολλοί ανήλθον εις την Ακρόπολιν περιεργαζόμενοι τον τόπον της δραματικής σκηνής, μετ' απληστίας δε ακούοντες παρά των φυλάκων τας γνωστάς και αγνώστους λεπτομερείας της τραγικής πτώσεως".
Βέβαια, δεν ήταν όλες οι αντιδράσεις τόσο ρομαντικές, αλλά υπήρχαν και κάποιοι επικριτές του ερωτικού δράματος, που όμως έρχονταν αντιμέτωποι με την οργή των υπολοίπων. Όπως έγραφε η Εφημερίς την ίδια μέρα (27.02), μια ηλικιωμένη γυναίκα εκφράστηκε δυσμενώς για τους δυο νέους και "παρ' ολίγον να την δείρουν οι παρευρισκόμενοι". Το βέβαιο ήταν ότι "ουδέποτε παρόμοιον γεγονός συνέβη και παρήγαγε τοσαύτην συγκίνησιν εν Αθήναις όσον η αυτοκτονία της Μαίρης Βέμπερ και του Μιχαήλ Μιμίκου".
Εξάλλου, μία μέρα αργότερα η Εφημερίς (και πάλι) σχολίαζε: "Από της ημέρας εκείνης ο τόπος του θανάτου της Μαίρης Βέμπερ μετεβλήθη εις αληθές προσκύνημα. Εκατοντάδες ανέρχονται καθ' εκάστην εις την Ακρόπολιν αβραί δέσποιναι, τρυφεραί κορασίδες, νέοι ων το αίσθημα δεν εξητμίσθη εισέτι, παραμένουσιν επί ώρας εις τον Παρθενώνα, και λέξεις τρυφεράς συμπαθείας ακούονται εις τους κύκλους των επισκεπτών και ωραία όμματα πληρούνται δακρύων. Η γενική αύτη εκδήλωσις, η κινηθείσα συμπάθεια υπέρ των δύο θυμάτων, αυτή η συρροή του αισθηματικού κόσμου εις τον Παρθενώνα, αυτά τα άνθη με τα οποία εκάλυψαν τα μνήματά των, αυτά τα χυθέντα δάκρυα και ακουσθέντες στεναγμοί, δεικνύουν ότι δεν εξηφανίσθη ολοτελώς το αίσθημα παρ' ημίν και ότι ο ρομαντικός θάνατος των δύο νέων ανεσκάλευσε τον υπολανθάνοντα παρ' ημίν ιδανισμόν".


ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπινων δραμάτων, που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, ακολούθησε και μια μορφή εκμετάλλευσης. Ήδη από τις 3 Μαρτίου, μόλις μία εβδομάδα μετά τη διπλή αυτοκτονία, διαφημιζόταν το "πρωτότυπον κοινωνικόν μυθιστόρημα" του δημοσιογράφου και συγγραφέα Επαμεινώνδα Κυριακίδη, που ήταν εμπνευσμένο από την ιστορία του Μιχάλη και της Μαίρης και θα είχε τον τίτλο "Δύο Καρδιαί". Το μυθιστόρημα θα εκδιδόταν καθημερινά σε φυλλάδια 16 μεγάλων σελίδων έναντι 10 λεπτών το ένα. Το πρώτο φυλλάδιο κυκλοφόρησε στις 5 Μαρτίου και διαφημίστηκε από την Επιθεώρηση ως "Το γεγονός της ημέρας"!

Γιατί το μυθιστόρημα αυτό δεν έμεινε κλασικό, όπως η ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης; Μα, διότι στερείτο κάθε λογοτεχνικής αξίας, όπως ήταν φυσικό, αφού επρόκειτο για κλασσική περίπτωση αρπαχτής. "Περί της αξίας του έργου δύναται να μαρτυρήση και μόνος ο τρόπος και η ώρα της προαγγελίας και εκδόσεως αυτού", σχολίαζε η Εφημερίς στις 5 Μαρτίου.
"Το ζήτημα είνε αν συγγραφεύς σεβόμενος εαυτόν ή με κάποιαν ευσυνειδησίαν εργαζόμενος, δύναται να προέλθη εις το μέσον ανακράζων προς το κοινόν ως δημόσιος κήρυξ: "Ορίστε, κύριοι! Βλέπετε αυτά που σας κάνουν να τρέχετε, να κλαίτε, να δέρνεστε, να τρελλαίνεσθε, να ξεμωραίνεσθε; Εγώ τα επήρα αυτά, τα έβρασα, τα έστιψα, και έβγαλα ορεκτικόν κονσομμέ ως είδος μυθιστόρημα, προς χάριν σας. Ρουφήστε το, και θα ιδήτε". Ο μυθιστοριογράφος ο ούτω εμφανιζόμενος προ του κοινού, κινδυνεύει να εκληφθή ως απλούς μελανωτής του χαρτιού", αναφερόταν σε άλλο σημείο του ίδιο άρθρου, που υπογραφόταν από "Κάποιον" - πιθανότατα από τον Κωστή Παλαμά, που ήταν άλλωστε συντάκτης της Εφημερίδος εκείνη την περίοδο.

Άλλοι πάλι εκφράστηκαν μέσα από την ποίηση. Στις 27.02 η εφημερίδα Επιθεώρησις δημοσίευσε ένα τετράστιχο που είχε αφήσει στον τάφο της Μαίρης ο στιχουργός Νικόλαος Κοτσελόπουλος:
Άγγελοι δυω εις την ψυχή, πεσμένοι μια ημέρα
Από το δώμα τ' ουρανού μαζί το γαλανό
Γνωρίσθηκαν για μια στιγμή στον κόσμον εδώ πέρα
Κι πάλι ξαναπέταξαν ψηλά στον ουρανό!..

Την 1η Μαρτίου, η Εφημερίς δημοσίευσε ένα από τα πολλά δίστιχα που βρέθηκαν στους δυο τάφους. "Μεταξύ τόσων εκτρωματικών και νεφελωδών στίχων οι οποίοι διεπράχθησαν εις βάρος των ατυχών νέων αυτοί βεβαίως είνε οι καλλίτεροι", σχολίαζε. Οι στίχοι είχαν ως εξής:
Απ' την ψυχή σου ο ουρανός ας πάρει καλοσύνη
Για ν' απλωθεί πιο ξάστερος, πιο γαλανός να γίνει.

Εξάλλου, στις 1 Μαρτίου η Νέα Εφημερίς προκήρυξε διαγωνισμό για το καλύτερο τετράστιχο, το οποίο θα χαρασσόταν στους τάφους των δύο νεκρών! Αφορμή αποτέλεσε η επιστολή αναγνώστη, ο οποίος υπέγραφε ως "Καλλιτεχνικός".
"Κύριε Συντάκτα της Νέας Εφημερίδος,
Λαμβάνω το θάρρος, κατιδών την μεγάλην συγκίνησιν υφ' ης εισέτι κατέχεται η κοινωνία εκ του προχθεσινού δραματικού γεγονότος της διπλής αυτοκτονίας, όπως σας προτείνω και προκήρυξιν διά της υμετέρας αξιολόγου εφημερίδος διαγωνισμού επιγραμμάτων διά τους τάφους των δύο εραστών των εν τοις ουρανοίς ήδη ηνωμένων... προς δόξαν του ποιητικού αισθήματος και της φαντασίας, ήτις εν τω δραματικώ τούτω γεγονότι ου ολίγα πλάττει".
Να σημειωθεί ότι η ίδια εφημερίδα είχε ξεκινήσει και έρανο για την ανέγερση μνημείου υπέρ του Μιμήκου και της Μαίρης, ενώ τακτικά δημοσίευε στις σελίδες της τις οικονομικές προσφορές των αναγνωστών.

Άλλοι πάλι έστειλαν τα ποιήματά τους κατευθείαν στα γραφεία των εφημερίδων, οι οποίες και τα δημοσίευσαν ανεξάρτητα από την πραγματική τους λογοτεχνική αξία. Επειδή η παρούσα ανάρτηση είναι ήδη πολύ μεγάλη, τα μακροσκελέστατα αυτά ποιήματα μεταφέρθηκαν σε νέα, ειδική ανάρτηση μαζί με αποσπάσματα από το μυθιστόρημα "Αι δύο καρδιαί", για το οποίο έγινε μια μικρή αναφορά πιο πάνω. Περισσότερα εδώ: Η ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης, όπως αποτυπώθηκε σ' ένα μυθιστόρημα και σε ποιήματα

Γενικότερα, πάντως, οι αντιδράσεις ήταν σφοδρά αρνητικές για τα αμφιβόλου αξίας ποιήματα που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες ή αφήνονταν στους τάφους των δύο νεκρών. Τα "κωμικά της διπλής αυτοκτονίας" σχολίαζε μια επιστολή, που δημοσιεύτηκε στην Παλιγγενεσία στις 02.03.1893: "Όπως όλα εν Ελλάδι και το οδυνηρόν τέρμα δύο νεαρών και ατυχών υπάρξεων κατωρθώθη να διακωμωδηθή κατά τρόπον οικτρόν όντως και ανόσιον" μνημονεύοντας μεταξύ άλλων και τα "δημοσιευθέντα έμμετρα και πεζά εξαμβλώματα άμουσα αμαθών και αφιλοκάλων γυμνάσματα, και τα επί των δύο τάφων σκορπισθέντα ανέκδοτα..." Και η επιστολή κατέληγε: "Τον διανοητικόν τούτον πυρετόν έχει καθήκον να καταστείλη ο τύπος χάριν της ηθικής και της ευπρεπείας, χάριν του σεβασμού προς την θλίψιν απαραμυθήτων γονέων, απέχων παντός περί του δράματος δημοσιεύματος".
Πάντως, όλες αυτές οι λογοτεχνικές εξάρσεις και υπερβολές, ίσως και να κατάφεραν άθελά τους να ξεφουσκώσει σιγά-σιγά ο ντόρος γύρω από την ιστορία του Μιμήκου και της Μαίρης. Αυτό τουλάχιστον διαπίστωνε επιστολή που δημοσιεύτηκε στο Άστυ στις 20.03.1893:
"Η διπλή αυτοκτονία δύο ατυχών έδωκεν εσχάτων αφορμήν εις την έκρηξιν λυρισμού, όστις ηδύνατο να λάβη επικινδύνους διαστάσεις, εάν δεν ανεκόπτετο εγκαίρως διά της διακωμωδήσεως. "Από του υψηλού εις το γελείον υπάρχει απόστασις ενός μόνου βήματος", είπε τις σοφός Γάλλος, και το βήμα τούτο έσπευσαν να κάμωσιν αφελείς τινες λυρικοί μας. Ήτο ανάγκη η νεότης να γελάση, όπως επανέλθη εις την οδόν του κοινού νοός, από του οποίου βιαίως την απωθούν οι λυρικοί παραλογισμοί. Την σωστικήν ταύτην προφύλαξιν και θεραπείαν επετέλεσε μεταξύ άλλων και το μυθιστόρημα του κ. Κυριακίδου, του οποίου αι σκηναί και η γλώσσα συνδυαζόμενα μετά των εν αυτώ εικονογραφιών, προκαλούσιν ήδη ακάθεκτον και ηχηράν την ιλαρότητα της καλής νεότητος".


Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ 
Αυτό το xxl αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί, χωρίς να συμπεριλάβει ένα ακόμη ντοκουμέντο, τον επικήδειο λόγο που εκφωνήθηκε στην κηδεία του Μιχαήλ Μιμήκου από τον φίλο του Π. Συνοδινό και δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση στις 01.03.1893. Ο λόγος ήταν έντονα συναισθηματικός μέσα στην υπερβολή του, ενώ ο αγορητής καταφέρθηκε με σφοδρότητα εναντίον της απόφασης της εκκλησίας να μη σταλεί ιερέας στην κηδεία του Μιμήκου.
"Πένθιμος ομήγυρις.
Συντετριμμένος εκ της φρικώδους θλίψεως της καταλαβούσης με εκ της μεγίστης και απροσδοκήτου συμφοράς του θανάτου του προκειμένου νεκρού, αδυνατώ ως εννοείτε όλως απροετοίμαστος να ζωγραφίσω την συγχίσασαν τα σύγχρονα κοινωνικά νέφη ακτίνα, το εξαφνίσαν την εποχήν μας κοινωνικόν δράμα. Το δράμα ούτινος ήρως υπήρξεν ο αγαπητός μου Μιχαήλ Μιμήκος θα συνεκίνει εις άκρον τον κόσμον και αν εξετυλίσσετο και εν ταις ποιητικαίς ημέραις της Κορίννας και του Πινδάρου, εν τη ιδανικωτάτη εποχή του Φάωνος και της Σαπφούς, εν ταις αγίου ρωμαντισμού ημέραις του Λεάνδρου και της Ηρούς. Οποίαν άραγε συγκίνησιν, οποίον εγκάρδιον κλωνισμόν επροξένησεν η αυτοθυσία των δύο τούτων μεγάλων καρδιών καθ' ην εποχήν αι γυναίκες, οι πολιτευόμενοι και οι χρηματισταί μετέτρεψαν εις ταπιφράγγον την Παρθένον Ελλάδα. Το ερωτευμένον ζεύγος το εκπροσωπήσαν εις τας τύχας και εις την θυσίαν το ωραίον μύθευμα του γάλλου Sempier, τα κατά Παύλον και Βιργινίαν; Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, δεν ηδυνήθησαν να υψωθώσιν εις την ιδεώδη αυταπάρνησιν του Μιχαήλ και της Μαίρης.
Η ωραία Τευτωνίς η εις τους οφθαλμούς της φέρουσα τον αττικόν ουρανόν και εις την καρδίαν το τέλειον ιδεώδες του Παρθενώνος, ενόμισεν εν τη ευγενεί εξάρσει του έρωτός της ότι θα προσεγγίση μάλλον την ψυχήν του έλληνος εραστού της, αν από την καλλιτεχνικήν ενσάρκωσιν των τελειωτέρων ποιητικών ημερών της Ελλάδος, τον Παρθενώνα, αν κρημνισθή, και από του αετώματος αυτού κρημνισθείσα, απέθανεν, τι ηδύνατο να πράξη ο ερώμενος αυτής υιός της επιστήμης ιπποτικός χαρακτήρ ευαισθητότατος την καρδίαν Μιχαήλ Μιμήκος γινώσκων ότι ο επιζών της δι' αυτόν φονευθείσης, δεν δύναται να μετέλθη τον άνθρωπον. Εάν ο Μιχαήλ Μιμήκος επέζη της φίλης του μετά την δι' αυτόν έξαλλον θυσίαν αυτής, θα είχε να προσφέρη ένα έτι φαύλον εις την κοινωνίαν, ένα έτι αμαρτωλόν εις την εκκλησίαν, διότι αμαρτωλός και φαύλος έστι ο μη γινώσκων να αποθνήσκη διά το καθήκον.
Κλαύσωμεν, αφού βλέπετε ότι και ο ουρανός κλαίει διά τον μάρτυρα του καθήκοντος. Συγκλονισθήτω η Ελλάς διά τον ρωμαντικόν τούτον θάνατον αφού η Αυστρία συνεκλονίσθη διά τον Ροδόλφον και την Βερτσέραν, καίτοι εγκλείονται σκότη εις το δράμα των, σκότη μεσαιωνικής απαισιότητος, ενώ ο Μιμήκος και η Μαίρη ηράσθησαν ως περιστεραί και απέθανον ως ήρωες. Και όμως η Αυτού αγιότης ο Μητροπολίτης Αθηνών ηυδόκησε να κατέλθη ο Μιχαήλ Μιμήκος εις τον τάφον άνευ εκκλησιαστικής τιμής, δι' ης συνοδεύει προπορευόμενος κηδειών φαύλους χρηματιστάς αυτοκτονουμένους, και αυτοχειριαζομένας κλεψιγάμους γυναίκας.
Φοβερόν όντως να ωθώσιν εις αλλαξοπιστίαν οι άρχοντες της εκκλησίας τους ορθοδόξους έλληνας, και πρώτος εγώ ορκίζομαι εις τον γλυκύτερον φίλον μου Χριστόν, πρώτος εγώ ο όντως μάρτυς της ελληνικής ορθοδοξίας ο δεκάκις υπέρ αυτής χύσας το αίμα μου και εις αυτήν πενόμενος παύω να ανήκω εις την ελληνικήν εκκλησίαν, αφού αύτη μετεβλήθη διά του αρχηγού αυτής εις Καμαρίλλαν προνομίων, και αφού ο Μητροπολίτης αυτής διανέμει τας ευλογίας της ως ο ΙΑ'  Βενέδεικτος τα συγχωροχάρτια. Τίνες κατέστησαν μισητήν την δυτικήν εκκλησίαν την κατ' ουσίαν μη διαφέρουσαν της ανατολικής, εις το φως του πολιτισμού ή οι παραμορφώσαντες αυτήν διά των προνομίων Άρβουα, Εσκωβάρ, Εστεβάν, και οι διάδοχοι του Λωϊόλα; Αδιάφορον, δι' ημάς και διά τον προκείμενον νεκρόν αφού η πολιτεία ετίμησεν αυτόν διά του στρατού της, η κοινωνία δια των συναθροισμένων ώδε ευγενεστέρων τέκνων της, και ιδίας ο αχώριστος φίλος των ευγενών μαρτύρων ο εσταυρωμένος.
Ότι κατάκαρδα λυπεί ημάς είνε ότι απολέσαμεν λαμπρόν φίλον, ευσυνείδητον άνθρωπον, πεφωτισμένον χριστιανόν, βαθύν επιστήμονα, έξοχον πατριώτην, και τιμίαν εν γένει ύπαρξιν. Διότι η απώλεια τοιούτου όντος είνε εθνικόν δυστύχημα, καθ' ην διεφθαρμένην εποχήν η νέα γενεά της πατρίδος μας νεωτερίζει εν όλη τη αγραμματοσύνη της, δούλη χρηματιστικής διπλωματίας, μαθήτρια του Βαριετέ, μυκτηρίζουσα εν εγωισμώ βλακώδη το ολοέν εκπνέον ιερόν και όσιον της Ελληνικής πολιτείας, θλίβομαι διά τούτο κατάκαρδα και συντρίβομαι αναλογιζόμενο την ζημίαν των ατυχών γονέων απωλεσάντων τοιούτον θησαυρόν και μη ευρίσκων δι' αυτούς πανηγυρίαν, ικετεύω τον τα πάντα δυνάμενον αγαθόν Θεόν να παραμυθήση αυτούς. Ημείς δε οι συνοδεύσαντες τον ευγενή τούτον νεκρόν εις τον τάφον εν ονόματι της Ελληνικής Εκκλησίας ης τινος τας θύρας έκλεισεν ο φίλος μόνον των ισχυρών αρχηγός της, δεύτε τελευταίον ασπασμόν δώμεν τω αφ' ημών απελθόντι αλησμονήτω αδελφώ Μιχαήλ Μιμήκω"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου