3 Μαρτίου 2014

Μια ενδιαφέρουσα περιγραφή από την καθημερινή ζωή του Κωστή Παλαμά, με αφορμή συνέντευξη που είχε δώσει ο ποιητής του 1893 - Πώς είχε γνωριστεί με την σύζυγό του, Μαρία Βάλβη, που ήταν η γυναίκα της ζωής του


Το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1893, ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Δημήτριος Χατζόπουλος (Μποέμ) πήρε συνεντεύξεις απ' όλους τους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς της εποχής, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Το Άστυ". Και μπορεί οι ερωτήσεις των συνεντεύξεων εκείνων να ήταν αρκετά αμήχανες, αφού συνήθως περιορίζονταν στην προσπάθεια απόσπασης σχολίων των ερωτώμενων για τους συναδέλφους τους, ωστόσο τα εισαγωγικά κείμενα, εκτενέστερα των καθ' αυτών συνεντεύξεων, έδιναν ενδιαφέροντες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των σημαντικότερων εκπροσώπων των ελληνικών γραμμάτων της εποχής, τα έργα πολλών από τους οποίους παραμένουν αγαπητά μέχρι και σήμερα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Κωστής Παλαμάς.
Στις ερωτήσεις του Χατζόπουλου, ο Παλαμάς απαντούσε απρόθυμα, μη θέλοντας να επαναλάβει τα σχόλιά του για τους άλλους ποιητές και συγγραφείς της εποχής, που άλλωστε τα είχε διατυπώσει πολλές φορές μέσα από τα γραπτά του σε εφημερίδες και περιοδικά. Άλλωστε, η συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στις 23.03.1893, είχε δοθεί περασμένα μεσάνυχτα, όταν ο ποιητής είχε γυρίσει κατάκοπος στο σπίτι του μετά από την πολύωρη εργασία του στην εφημερίδα - με τον καθόλου πρωτότυπο τίτλο - Εφημερίς. Χαρακτηριστικό ήταν ότι στο τέλος του δημοσιεύματος, ο Χατζόπουλος ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη "από τον κ. Παλαμάν και από τους συγγραφείς εκείνους, εις ων τας οικίας εισήλθον με διαθέσεις "υπεξαιρέσεως" των φρονημάτων των".  
Πάντως, αποτελεί μικρό διαμάντι το εκτενές εισαγωγικό κείμενο, όπου ο δημοσιογράφος περιέγραφε τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη στην οικία του Παλαμά, μεταφέροντας εικόνες από την καθημερινότητα της οικογένειας του ποιητή, που βοηθούν να σχηματίσει κανείς μια πιο προσωπική άποψη για την ζωή του σπουδαίου αυτού ποιητή - τουλάχιστον σ' εκείνη τη φάση της ζωής του. Επίσης, ενδιαφέρον έχουν οι πληροφορίες για το πώς ο ποιητής είχε γνωρίσει την σύζυγό του, όταν ήταν ακόμη παιδιά, σε κάποιο ερασιτεχνικό παιδικό θέατρο στην κοινή πατρίδα τους, το Μεσολόγγι.
(Το κείμενο μεταφέρεται προσαρμοσμένο στη δημοτική, όμως - κατά τ' άλλα - τα σημεία στίξης και η δομή του κειμένου είναι όπως δημοσιεύτηκε τότε)

"Όλως αιφνιδίως με υποδέχεται στη μικρούλα, την ηλιοφώτιστη, την ποιητική φωλιά τους, η σύζυγος του ποιητή. Η ώρα είναι η ενάτη νυχτερινή, ησυχία βαθιά μέσα στην καλά και απλούστατα περιποιημένη αίθουσα, τα παιδάκια ρου κοιμούνται στο πλαϊνό δωμάτιο, και ο κ. Παλαμάς δεν επέστρεψε ακόμη, εργάζεται από το μεσημέρι στην Εφημερίδα, έχει ταχυδρομείο απόψε, θα επιθεωρήσει τόσες εφημερίδες ο ποιητής, θα μεταφράσει, θα γράψει, και θα πληρώσει ολόκληρα χειρόγραφα με τη στρογγυλή και παχιά γραφή του. Ο ποιητής απόψε θ' αργήσει να έλθει στο σπίτι του. Και εγώ κάθομαι εκεί προσηλωμένος πάνω στο κάθισμά μου και αναμένω στωικά, και η κυρία Παλαμά φαίνεται τόσο φιλοφρονητική και τόσο ανεκτική για τη νυκτερινή μου έφοδο. Η κυρία Παλαμά, αυτή είναι το πιο αληθινό, το πιο ανεκτίμητο τάλαντο του ποιητή. Συμπαθητικότατη μορφή, γλυκύτατη νέα, ανεκτίμητη νοικοκυρά, πούρα Ρουμελιώτισσα, που λατρεύει μετά από τον άνδρα της, και τα παιδιά της, την... δημώδη γλώσσα, μέχρι ειδωλολατρίας, η κυρία Παλαμά είναι για τον ποιητή από τους αγγέλους εκείνους, τους οποίους, αντί να βλέπουν στα όνειρά τους οι ποιητές, τους βρίσκουν πάντοτε στο πλευρό τους, πρόθυμους να εξατμίσουν και την ελάχιστη θλίψη του ανθρώπου, και τη μεγαλύτερη πικρία του ποιητή. Καθόμαστε πάντοτε, η ώρα περνά, η κυρία Παλαμά σηκώνεται συχνά για να δει τα παιδάκια της - τον χαριτωμένο μπεμπέ της (σ.σ. ο Λέανδρος) και την πνευματωδέστατη Ναυσικά της - που κοιμούνται στο πλαϊνό δωμάτιο. Μιλάμε επί πολλή ώρα για το Μεσολόγγι, θέμα το οποίο αρέσει και στους δύο. Το Μεσολόγγι είναι η πατρίδα και του ποιητή και της γυναίκας του. Σ' αυτό αγαπήθηκαν, συνδέθηκαν, υπήρξαν. Αν ρωτήσετε την κυρία Παλαμά πότε πρωτοείδε τον Κωστή της, θα σας πει με την ιδιάζουσα εκείνη Μεσολογγίτικη χάρη, ότι η πρώτη γνωριμία τους έγινε στο θέατρο, όπου πρωταγωνιστικό μέρος διαδραμάτιζε ο ίδιος ο ποιητής. Ήταν η πρώτη φορά, κατά την οποία είχε γίνει γνωστό στο Μεσολόγγι, το τόσο άγνωστο και τώρα ακόμη για τις μικρές επαρχίες θέατρο, και τα παιδιά της γειτονιάς μαθητάρια του σχολαρχείου, ζήλεψαν πολύ να μιμηθούν τους ευτυχείς εκείνους θνητούς, οι οποίοι με τόση υπερηφάνεια περπατούσαν χαρτοστόλιστοι πάνω στη σκηνή. Αμέσως λοιπόν βρέθηκε ένα καταγώγιο, στήθηκε στα βάθη του η δεύτερη σκηνή στο Μεσολόγγι, τέθηκε αμείλικτος φρουρός στην είσοδο, που περισυνέλεγε τα φαρδίνια όλων των εισερχομένων, και όλη η ποιητικότατη της ακρογιαλιάς γειτονιά πέρασε μέσα, γεμίζοντας ασφυκτικά το πρωτοφανές θέατρο. Εκεί η μαυρομάτα μικρούλα, ατένισε πρώτη φορά με έκπληξη τον νεαρό ερασιτέχνη, εκεί ο μέλλων ποιητής, παρ' όλη την αφοσίωσή του στο ρόλο του, έστρεφε συχνά την προσοχή του προς τη μικρή κόρη. Αυτά τουλάχιστον τα λέει σήμερα η παράδοση δια΄του στόματος της κυρίας Παλαμά. Σήμερα το γλυκό ζεύγος, αν και πέρασαν χρόνια, αν και έγιναν τόσο μεγάλοι και τόσο σοβαροί, εξακολουθεί όμως ακόμη να αλληλοβλέπεται με την ίδια παιδική έκπληξη, να αλληλολατρεύεται με την ίδια παιδική τρυφερότητα. Πλούσιοι δεν είναι, αλλά είναι ευτυχισμένοι. Ο ποιητής εργάζεται, εργάζεται πάντοτε, κερδίζει τόσα, όσα αρκούν για την ολιγάρκειά τους, η σύντροφός του συμπληρώνει με την νοικοκυροσύνη της και την αγάπη της την ευτυχία τους. Τάξη αρμονική, καθαριότητα σπάνια, διάκοσμος απλός σε όλη την οικία. Τα πάντα ήσυχα, απλά, γλυκύτατα και τα πάντα προδίδουν εκεί την ποίηση, την ποίηση την τόσο δυσαπάντητη σε καλλιμάρμαρα και πολυτιμοστόλιστα μέγαρα. Ο κ. Παλαμάς κοιμάται αργά πάντοτε, το βράδυ διαβάζει πάντοτε, σηκώνεται από το κρεβάτι του πρωί, και κυλιέται στο πάτωμα, και παίζει και γελά, και λησμονεί τους στίχους του και τη δημοσιογραφία του ανάμεσα στα δύο παιδιά του, τον μικρό και την μικρή του. Η δημοσιογραφική του εργασία τον απασχολεί φοβερά από την ποίηση, στην αγκαλιά της οποίας προσφεύγει, όποτε του μένει καιρός και όποτε έχει διάθεση. Ο κ. Παλαμάς είναι σήμερα ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες συγγραφείς, ως ποιητής, κριτικός, εγκυκλοπαιδιστής. Οι περί γλώσσας ιδέες του, οι καθημερινές, που έχουν εκδηλωθεί χρόνια τώρα σε αληθινά καλλιτεχνικά άρθρα, το ύφος του, η φιλοσοφική του χροιά, το ασύνηθες, κάτι το συμβολικό στην ποίησή του, ουκ ολίγους ξένισαν, ουκ ολίγα σκάνδαλα δημιούργησαν, ουκ ολίγες διαιρέσεις των πνευμάτων, ουκ ολίγες διχόνοιες έφεραν.
Το γεγονός όμως είναι, ότι παρ' όλες τις αντιθέσεις το ποιητικό του ταλέντο είναι αναμφισβήτητο, η συγγραφική του αξία πανθομολογούμενη. Εκτός της καθημερινής αυξανόμενης και πληθυνόμενης εργασίας του σε εφημερίδες και περιοδικά, ο ποιητής είναι γνωστός από τα "Τραγούδια της Πατρίδος μου", τον βραβευθέντα "Ύμνο" του προς την "Αθηνά", τα πρόσφατα εκδοθέντα "Μάτια της Ψυχής μου". Ο κ. Παλαμάς ζει ήρεμα, οικογενειακά, σχεδόν ακοινώνητα. Πουθενά δεν πηγαίνει, το πολύ, πολύ να πάει μία ώρα στου κ. Δροσίνη, και μένει πάντοτε το πρωί στο σπίτι του και το απόγευμα μέχρι βαθιά νύχτα στα γραφεία της Εφημερίδος. Στην οικία του συχνάζουν πολλοί και γνωστότατοι άνθρωποι της πένας, μεταξύ των οποίων τακτικός θαμώνας είναι ο κ. Μητσάκης και σπανιότερος εξ αιτίας των ταξιδιών του ο κ. Καρκαβίτσας. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη λεπτομέρεια στην ιδιωτική ζωή του άξια να μνημονευθεί. Η ώρα θα ήταν δώδεκα, οπότε ο συγγραφέας ακούσθηκε ν' ανεβαίνει τη σκάλα. Εμφανίστηκε μειδιώντας, ευτυχής. Ερχόταν κατακουρασμένος από τη νυχτερινή εργασία του, ουκ ολίγη βροχή φέρνοντας πάνω στο πανωφόρι του. Ο κ. Παλαμάς είναι μικρού αναστήματος, αδύνατος, με μικρό κεφάλι, με μεγάλα μαύρα μουστάκια, με καλλιτεχνικό οξύ γένι, με δυο ζωηρά πύρινα μαύρα μάτια, στα οποία εγκλείεται όλο το ποιητικό πυρ της ψυχής του. Μας οδήγησε στο ιδιαίτερο του γραφείο και καθίσαμε. Το γραφείο του μικρό, καλλιτεχνικότατο. Ένας καναπές, μικρό γραφείο με χάρτη, πέννες, μελανοδοχεία και λίγα βιβλία πάνω σ' αυτόν. Κομψότατη μικρή βιβλιοθήκη, η ποιητική αταξία της οποίας φανερώνει την πολλή χρήση των βιβλίων της. Δέσμη λουλουδιών πάνω στο γραφείο, μία εικόνα του Σέλλεϊ και άλλη του Σολωμού κοντά της. Εικόνες πολλές στον τοίχο, πάνω στη βιβλιοθήκη του, μεταξύ των οποίων διακρίνω τις φωτογραφίες του Μαρκορά, Πολυλά, Εφταλιώτη, Βικέλα, του Δροσίνη, της κυρίας Δροσίνης, και πάνω από αυτές τις ποιητικές δάφνες, τις δάφνες του διαγωνισμού του ποιητή, περιβεβλημένες τη γαλανή ταινία τους. Μια κινέζικη πλαγγόνα (σ.σ. κούκλα) ήταν στο βάθος, της κόρης του ίσως, ένα κομψό ντέφι παραπέρα, του μπεμπέ του. Τίποτε άλλο δεν έχει να δει κανείς. Ο ποιητής είχε ξαπλωθεί πάνω στον καναπέ στο πλευρό της συζύγου του και η ομιλία άρχισε από εμένα πρώτα...."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου