29 Απριλίου 2014

"Ο Θησαυρός": Ένα άγνωστο ελληνικό παραμύθι για την πραγματική αγάπη, που είναι υπεράνω των χρημάτων.

Πόσα ελληνικά παραμύθια γνωρίζετε; Αν εξαιρέσουμε τους μύθους του Αισώπου, που στην ουσία είναι εξαιρετικά μικρές ιστοριούλες χωρίς ανάπτυξη χαρακτήρων με καθαρά διδακτικό περιεχόμενο, θα δυσκολευτείτε πολύ να βρείτε έστω κι ένα. Όχι ότι δεν υπάρχουν ελληνικά παραμύθια, δηλαδή ιστορίες που γεννήθηκαν μέσα από τη δημοτική παράδοση με σκοπό να μεταδώσουν κάποια μηνύματα, όπως τόσα και τόσα (πολύ πιο γνωστά) ευρωπαϊκά. Απλά δεν άντεξαν στο χρόνο, ίσως γιατί είναι πολύ πιο απλοϊκά και λιγότερο εντυπωσιακά συγκριτικά με τις ιστορίες των αδελφών Γκριμ. Ένα τέτοιο, ελληνικό, δημοτικό παραμύθι είναι και ο "Θησαυρός", μια ιστορία που αναφέρεται στην αντίθεση ανάμεσα στην υποκρισία που γεννά η πλεονεξία και την πραγματική αγάπη.

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Η Μαριγώ ήτανε στη βρύση. Χαμήλωσε τα μάτια, σαν είδε το Βασίλη νά ρχεται. 
-Αφήνω το χωριό, Μαριγώ... φεύγω, μα θα γυρίσω πίσω και θα σε πάρω τότε γυναίκα, Μαριγώ, γιατί θα είναι τότε πλούσιος ο Βασίλης.
Η Μαριγώ ξιπάσθηκε. 
- Πλούσιος!, είπε.
- Ναι πλούσιος, πλούσιος! Είδα σήμερα στον ύπνο μου ένα Αράπη και μού δειξε το μέρος, όπου θα βρω θησαυρό. "Περπάτα όλο ίσια, μου είπε, προς το μέρος που βασιλεύει ο ήλιος, ως που να βρεις ένα δάσος και μες στο δάσος ένα ρημοκλήσι· σκάψε από κάτω από την αγία τράπεζα και θα βρεις πολλά, πολλά διαμάντια". 
Η Μαριγώ άκουσε με προσοχή τα λόγια του αγαπητικού της και στα μάτια έλαμψε χαρά. 
- Η μητέρα μου έρχεται! είπε· στο καλό, Βασίλη! καλή τύχη! 
Σήκωσε τη στάμνα της ξεχειλισμένη, την έβαλε στον ώμο και τράβηξε για το σπίτι.
Σαν έμεινε μόνος ο Βασίλης, άρχισε να μετανιώνει, γιατί να πει το όνειρο του· θυμήθηκε πως όσοι δεν φυλάξουν αυτά ως μυστικά, τους θησαυρούς τους χάνουν. Αγάλια αγάλια, όμως, ησύχασε και δεν το συλλογίστηκε πια. Την άλλη μέρα πούλησε την καλύβα, που του είχε αφήσει ο πατέρας του, και κίνησε να πάει να βρει το θησαυρό.
Περπάτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ανέβηκε βουνά, πέρασε ποτάμια, μα δάσος δεν βρήκε μπροστά του. Η πείνα, η δίψα κι η κούραση τον σταματούσαν, η ενθύμηση της Μαριγώς του δίνε πάλι δύναμη. Όσο προχωρούσε, η γη γινόταν ξερή και έρημη και έκαιε περισσότερο ο ήλιος. 
Ένα βράδυ έφθασε σ' ένα βουνό κι είδε μακριά μια μαυρίλα. Ήταν το δάσος. Απ' τη χαρά του ξεφώνησε· όμως η δύναμη του έλειπε κι έπεσε κάτω λιπόθυμος. Οι διαβάτες τον σήκωσαν και τον πήγαν σ' ένα χάνι.
Πολλές ημέρες γύρισε ο Χάρος τριγύρω στο κρεβάτι του Βασίλη, μα δεν μπόρεσε να τον πάρει. Ο Βασίλης τότε είδε, σαν έγιανε, σιμά στη φωτιά να στέκεται μια κόρη. Ήτανε νύχτα και μοναχά η φλόγα της φωτιάς φώτιζε το σπίτι.
Ο Βασίλης θάρρεψε πως ήταν η αγαπητικιά του. Μαριγώ! φώναξε. Η νέα σίμωσε στο κρεβάτι. Δεν ήταν εκείνη.
- Πού είν' η Μαριγώ; ρώτησε πάλι ο Βασίλης.
- Παναγία, βοήθα τον! είπε σιγά η κόρη κι έκαμε το σταυρό της.
Στο μάτι της φαινόταν τόση καλοσύνη, στη φωνή της τόση γλυκάδα, όπου βαθιά συγκινήθηκε ο Βασίλης. Θυμήθηκε τότε το ταξίδι, το θησαυρό, τη λιποθυμία. Και πάλι πήγε να ρωτήσει την ξένη, όταν ξαφνικά μπήκαν οι νοικοκύριδες του χανιού.
- Καλλιόπη! είπε ένας στη νια, πώς πάει ο άρρωστος;
- Η Παναγία ας κάμει τη χάρη της· μόνο αυτή μπορεί να τον σώσει.
- Ως πότε θα βαστάξει αυτή η αρρώστια; μας χαραμίζει τον τόπο εδώ και στο κάτω κάτω δεν θα μας αφήσει άλλο από το τομάρι του. 
- Λυπήσου τον, αφέντη, λυπήσου τον! ο Θεός θα σου το πληρώσει.
- Αφού η Καλλιόπη θέλει να κάνει ψυχικά, είπε ένας άλλος με χοντρό γέλιο, ας μας πληρώσει αυτή για τον άρρωστο. Είδα το πρωί έναν πλούσιο ξένο, που της έδωκε ένα φλουρί.
- Καλά το είπες! ε! δώσε το φλουρί, Καλλιόπη, ή πετούμε τον άρρωστό σου στο δρόμο.
Ο Βασίλης δοκίμασε να σηκωθεί· δεν είχε δύναμη. Δοκίμασε να μιλήσει· δεν είχε φωνή.
Η Καλλιόπη έβγαλε από τον κόρφο της το φλουρί, το μόνο που είχε, και το έδωκε στον αφέντη. 
"Θα της δώσω κι εγώ όλο το θησαυρό!" είπε μέσα του ο Βασίλης. Μα έπειτα συλλογίστηκε πως τον θησαυρό τον έταξε της Μαριγώς. "Ε! δεν πειράζει! είπε· θα δώσω και στην Καλλιόπη" κι αποκοιμήθηκε.
Εκείνη τη χρονιά έκαμε βαρύ χειμώνα. Το χάνι ήταν πάντα γεμάτο, τόπο δεν είχε για τους ξένους κι ο αφέντης φοβέριζε να διώξει τον άρρωστο. Το ψωμί ήταν λιγοστό. Η Καλλιόπη έκρυβε από το δικό της, για να δίνει και στον άρρωστο. Τα μάτια της δεν σάλευαν από πάνω του. Αν κανένας ταξιδιώτης έριχνε απρόσεκτα την κάπα του βρεγμένη στο κρεβάτι του Βασίλη, εκείνη έτρεχε και την έπαιρνε, για να την απλώσει αλλού. Και οι αγωγιάτες την κορόιδευαν. 
Ούτε μέρα ούτε νύκτα δεν σφαλνούσε μάτι η Καλλιόπη. Άμα αναστέναζε ο Βασίλης, έτρεχε σιμά του. Χωρίς αυτή, θα ξαναγύριζε ο Χάρος.
Ο χειμώνας πέρασε και ο Βασίλης χαιρέτισε τον πρώτο ήλιο της άνοιξης, σαν φίλο που είχε πολύ καιρό να τον δει. Αποχαιρέτησε τότε την Καλλιόπη κι έφυγε. Έκλαιγε η φτωχή, μα έκρυβε τα δάκρυα της. 
Σιγά σιγά ο Βασίλης σύρθηκε ως το δάσος και βρήκε εκεί το ρημοκλήσι· σαν νύχτωσε πήρε την αξίνα κι άρχισε να σκάβει. Σε μια οργιά βάθος, χτύπησε η αξίνα σε ξύλο. Έσκυψε, είδε το κιβώτιο, τ' άρπαξε, το έκρυψε κάτω από την κάπα του κι έφυγε. Χάραζε η μέρα, όταν έφθασε πάλι στο χάνι, μπήκε μέσα, κλειδώθηκε μυστικά και άνοιξε το κιβώτιο... Όχι διαμάντια, κάρβουνα έπεσαν από μέσα.....
Δυστυχής, απελπισμένος ο Βασίλης ήρθε και χτύπησε την πόρτα της Μαριγώς.
-Μαριγώ! είπε, τόσες φορές μου είπες πως μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς, Μαριγώ, δεν είν' αλήθεια;
- Πού είναι ο θησαυρός;
- Θα δουλέψω, Μαριγώ, τα χέρια μου ας είν' καλά. Θα γίνω πλούσιος δουλεύοντας, μα πες μου πως μ' αγαπάς.
Η Μαριγώ έκλεισε την πόρτα και ύστερα από λίγους μήνες παντρεύτηκε μ' έναν πλούσιο γείτονα. 
Ο Βασίλης φάνηκε παλικάρι. Με τον πόνο στην καρδιά, έπιασε δουλειά και λίγο λίγο ξέχασε την πλούσιά του αγαπητικιά κι άρχισε να θυμάται τη φτωχή κόρη, που τον έσωσε στο χάνι. Κοντά στην Καλλιόπη γνώρισε τι θα πει ευτυχία.
Η δουλειά και η αγάπη είναι τα μόνα αληθινά καλά σ' αυτόν τον ψεύτικο κόσμο.



Πηγή:
Το κείμενο το βρήκα σε μια συλλογή διαφόρων δημοτικών τραγουδιών και παραμυθιών, που δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο Βρεττού του έτους 1867, προσαρμόζοντας μόνο την ορθογραφία του στα σημερινά δεδομένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου