7 Μαΐου 2015

Ο Λέων Τολστόι για τη μητέρα του

Ο Λέων Τολστόι υπήρξε - είναι! - ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών χάρη στην επιβλητική δύναμη της γραφής του - ένα σπάνιο προσόν, που ξεχωρίζει ακριβώς τον διαχρονικό από τον ευπώλητο. Το παρακάτω, σύντομο κείμενο περιλαμβάνει αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων σε σχέση με την αγαπημένη του μητέρα. Πιθανότατα περιλαμβανόταν στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα "Τα παιδικά χρόνια", που έγραψε το 1852 σε ηλικία 24 ετών, πολύ πριν γράψει τα μεγάλα του αριστουργήματα, όπως ο "Πόλεμος και Ειρήνη", η "Άννα Καρένινα", η "Ανάσταση" κλπ. (Η πηγή μου, ένα παλιό ελληνικό περιοδικό, δεν βοηθάει στο να επιβεβαιώσω ότι όντως αποτελεί απόσπασμα από τα "Παιδικά χρόνια"). Με αφορμή τη γιορτή της μητέρας, είναι πολύ ωραίο να αισθανθούμε μέσα από τις λίγες αυτές γραμμές το μοναδικό δεσμό της μητέρας και του μικρού παιδιού.
[..] Θυμάμαι καλά πως άμα κουραζόμουν από το παίξιμο κι από το τρέξιμο, παιδί καθώς ήμουν τότε, πήγαινα να καθίσω στη μικρή παιδική μου πολυθρόνα, μπρος στο τραπεζάκι, όπου έπαιρνα το τσάι μου.
Ήταν αργά πια... Μόλις έπινα ένα φλιτζάνι τσάι με γάλα, τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα. Δε σάλευα όμως. Έμενα ακίνητος κι άκουγα.
Η μητέρα μου κουβέντιαζε με κάποιον κι ο ήχος της φωνής της μου ήταν τόσο γλυκός, τόσο αγαπητός!.. Πόσο χτυπά η καρδιά μου σαν τη θυμάμαι!.. Την κοίταζα με μάτια σκοτεινιασμένα από τη νύστα και ξαφνικά γινότανε τόσο μικρή, τόσο μικρή, που μόλις την έβλεπα. 
Γλιστρούσα τότε καταγής και πήγαινα σιγά-σιγά να ξαπλωθώ σε μια μεγάλη πολυθρόνα.
- Κοιμάσαι, Λέων; μου έλεγε η μητέρα μου. Δεν πας καλύτερα να πλαγιάσεις στο κρεβάτι σου;...
- Όχι, μητέρα. Δεν έχω διάθεση να κοιμηθώ...
Όνειρα αόριστα, αλλά γλυκά πλημμύριζαν τη φαντασία μου.
Ο απαλός παιδιάτικος ύπνος μου έκλεινε τα βλέφαρα και σε λίγο είχα αποκοιμηθεί. 
Ξαφνικά, μέσα στον ύπνο μου, αισθανόμουν από πάνω μου ένα λεπτό, αβρό χέρι.
Μόλις μ' άγγιζε, το αναγνώριζα αμέσως κι έτσι, κοιμισμένος όπως ήμουν, το άρπαζα και τό φερνα στα χείλη μου με λαχτάρα.
Οι καλεσμένοι μας είχαν φύγει πια. Μονάχα ένα φως έκαιγε στην αίθουσα. Η μητέρα μου μου έλεγε πως ήταν ώρα πια να ξυπνήσω.
Ερχόταν κοντά στην πολυθρόνα που κοιμόμουν, περνούσε το λεπτό της ωραίο χέρι στα μαλλιά μου, έσκυβε στ' αυτί μου και μου ψιθύριζε με τη γλυκιά της φωνή που γνώριζα τόσο καλά:
- Σήκω, ψυχούλα μου, να πλαγιάσεις...
Κανένα ξένο βλέμμα δεν την παρακολουθούσε τη στιγμή αυτή κι έτσι δεν δυσκολευόταν να κλείσει μέσα στα λόγια της όλη της την αγάπη και την τρυφερότητα για μένα.
Εγώ δεν σάλευα απ' τη θέση μου, αλλά εξακολουθούσα να φιλώ το χέρι της πιο δυνατά.
- Σήκω, αγγελούδι μου! μου ξανάλεγε.
Έβαζε τότε το μπράτσο της κάτω απ' το λαιμό μου και με γαργάλιζε με τα μικρά της δάχτυλα.
Το σιωπηλό σαλόνι μόλις φωτιζόταν...
Τότε μ' ένα πήδημα πετιόμουν ολόρθος, περνούσα τα χέρια μου γύρω απ' το λαιμό της κι ενώ μ' έσφιγγε στην αγκαλιά της, ψιθύριζα:
- Ω, αγαπημένη μου μαμά, πόσο σ' αγαπώ!...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου