8 Νοεμβρίου 2015

Ένας εφιάλτης... σίριαλ!

Να φταίει που αυτήν την περίοδο οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν ξεκινήσει ολόκληρη - περιττή και αμφιβόλου ανιδιοτέλειας - καμπάνια με τίτλο "#Γιατί tv"; Φταίει που ενώ από μικρός ήμουν τηλεορασόπληκτος, τα τελευταία κάμποσα χρόνια δεν υπάρχουν πολλά προγράμματα να με ικανοποιούν στην εξαιρετικά φτωχή και μονότονα επαναλαμβανόμενη ελληνική τηλεόραση; Έχω αναπτύξει στερητικό σύνδρομο με άλλα λόγια; Αυτό το όνειρο-εφιάλτης πάντως ήταν ένας πραγματικός τηλεοπτικός αχταρμάς από τους λίγους, που τραυμάτισε το είναι μου. Διαβάστε τον και θα καταλάβετε!

Ήμουν, λέει, σ' ένα υποκατάστημα του ΙΚΑ και περίμενα σε μια ουρά. Καλά... και μόνο που ένα όνειρο ξεκινάει με ουρά στο ΙΚΑ, καταλαβαίνει κανείς ότι θα εξελιχθεί σε εφιάλτη. Στο γκισέ βρισκόταν μια κυρία Μάρθα, οικονομικά μικρομεσαία, η οποία είχε ένα θέμα με κάτι χρήματα, που έπρεπε να της επιστρέψει το ταμείο, ενώ ωρυόταν στον υπάλληλο: "Κανένα ζώο δεν θα ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ". 

Γινόταν ένας ψιλοχαμός έως πανζουρλισμός και την έκανα μ' ελαφρά. Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο, είδα μια άλλη ουρά ανθρώπων να φωνάζουν "Ταξί! Ταξί!", αλλά κανένας ταρίφας δεν σταματούσε. Όταν ένας φιλοτιμήθηκε να σταματήσει, μπούκαραν στο ταξί του πέντε-έξι, που πήγαιναν σε τελείως διαφορετικά σημεία, ενώ μια κυρία ακούστηκε να λέει το ηρωικό "Με τα πόδια! Καλύτερα με τα πόδια!". Κάποιοι τη χειροκρότησαν κι απ' ό,τι κατάλαβα, η συγκεκριμένη ήταν μια πολύ διάσημη δημοσιογράφος της τηλεόρασης - "σαν τη Λιάνα Κανέλλη" - αλλά φαίνεται ότι ο διευθυντής της την είχε πιάσει κορόιδο και της έδινε πολύ λίγα χρήματα, γιατί μιλούσε στο τηλέφωνο με τη μάνα της και παραπονιόταν ότι δεν έχουν χρήματα για ν' αγοράσουν πλυντήριο ρούχων κι έπρεπε να πλένουν τα ρούχα στη σκάφη - ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ακουγόταν πολύ νευρική και για κάποιον ανεξήγητο λόγο επαναλάμβανε κάθε φράση δυο φορές!

Ακολούθησα τη συμβουλή της, παρασύρθηκα κι από δυο νεαρούς (δηλαδή ο ένας ήταν νεαρός τρόπος του λέγειν, που απλά φορούσε μακριά περούκα και μιλούσε κάπως περίεργα) να σκέφτονται φωναχτά "πάμε πλατεία;" και αντί να περιμένω για ταξί, αποφάσισα να περπατήσω. Εκεί που περπατούσα και ενώ ο ήλιος χτυπούσε κατακούτελα, είδα μια γυναίκα γύρω στα 40, που φώναζε "Πάμε στο ρυάκι! Πάμε στο ρυά-α-κι!". Είχε πέσει θύμα θερμοπληξίας ή ήταν μια σύγχρονη Αστέρω; Δεν πολυκατάλαβα, πάντως σε λίγο άλλαξε προορισμό και μονολογούσε "Στη Μόσχα αδερφές μου, στη Μόσχα!". Δίπλα της τη βαστούσαν δυο κυρίες, μάλλον αδερφές της, εκ των οποίων η μία την έπεφτε σε κάθε τεκνό που περνούσε από δίπλα και η άλλη μάλωνε με την κόρη της στο τηλέφωνο, γιατί παράτησε τις σπουδές της στο Λονδίνο και πουλούσε κοσμήματα στα προπύλαια. 

Γενικά, η κατάσταση ήταν δραματική. Πρέπει να ήταν κατακαλόκαιρο, γιατί πολλοί άνθρωποι γύρω μου εμφάνιζαν περίεργα συμπτώματα. Φθάνοντας στην πλατεία είδα μια εισαγγελέα εφετών που τάιζε περιστέρια κι έπαιζε μαζί τους, δύο επιχειρηματίες (ένας άντρας και μια γυναίκα) μάλωναν έξω από ένα γυάλινο ουρανοξύστη για το αν εκεί βρίσκονταν τα γραφεία της "Τζάιαντ" ή της "Ιμπόρτ-Εξπόρτ", ένας αστυνόμος με ύφος "κλαμένο παιδί του λαού" ούρλιαζε "Πού είστε κρυμμένα, σκουλήκια; Θα σας ξετρυπώσω και μια μέρα θα γίνω ταξίαρχος", χίλιες επτά πεθερές κυνηγούσαν τη Βίκυ Σταυροπούλου, που με τη σειρά της κυνηγούσε τον Αλέξη Γεωργούλη, που με τη σειρά του κυνηγούσε τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου καβάλα σε μια μοτοσυκλέτα, μια κυρία Τουρλουφίδη Χατζηγιώργη έβριζε μανιωδώς κάποιον κάπελα και τη "βλαχάρα" γυναίκα του, ενώ λίγο έλειψε να μου ρθει στο δόξα πατρί μια τηλεόραση. Την πέταξε από το μπαλκόνι του κάποιος, επειδή, λέει, έτσι του είπε ένας κύριος που του αρέσει να παίρνει τα βουνά και τα λαγκάδια και να πετάει τούρτες. Κι άκουγα γύρω μου ένα σωρό ξένες λέξεις, όπως "Τσάο", "Φαντάστικο", "Μπράβο" κλπ. Ε, εκεί που σκεφτόμουν μήπως τηλεμεταφέρθηκα με κάποιο μαγικό τρόπο στην Ιταλία, ακούστηκε ένα ακατάληπτο "Ρουκ Ζουκ" και μ' αποτέλειωσε!

Η κατάσταση στους γύρω δρόμους ίδια και χειρότερη. Με χαμόγελο άνδρα πολλά βαρύ περπατούσε περήφανος ένας υδραυλικός με μουστάκι και πίσω του ένα μάτσο γυναίκες φώναζαν "Σάκηηηηηη", αλλά δεν εννοούσαν τον Ρουβά, ενώ κάποιες από αυτές προσπαθούσαν να τον ρίξουν με την ιαχή "Παρακαλώ πολύ! Παρακαλώ πολύ!". Ο Ανδρέας Μικρούτσικος έψαχνε ανάμεσά τους, ποια ήθελε να του πει τον πόνο της (όσο πιο ακραίος τόσο το καλύτερο)  ή να κάνει καριέρα στο τραγούδι (αρκεί να ξεκατινιάζεται με χάρη, π.χ. να κρατάει τσιγάρο στα δάχτυλα και με βλέμμα απαθές να τη λέει με άνεση σε όποιον βρει μπροστά της). Τελικά βρήκε μία, η μάνα της οποίας (άγνωστη εργοστασιάρχης, όμως γνωστή και ως "βασίλισσα της τομάτας") είχε κρυφό δεσμό με τον πρώην γκόμενό της και η ίδια το έμαθε δυο χρόνια μετά το χωρισμό τους! Μια άλλη πάλι, κατήγγειλε τη διευθύντρια ειδήσεων ενός καναλιού, ότι είχε παιδί αγνώστου πατρός με πιθανότερους υποψήφιους μπαμπάδες τους δυο νιουσκάστερ του σταθμού!

Στρίβοντας στη γωνία είδα μια εκκλησία και πήγα ν' ανάψω ένα κεράκι, μπας και συνέλθω απ' αυτήν την αλλόκοτη κατάσταση. Αμ δε! Απ' έξω δυο τηλεοπτικά συνεργεία μάλωναν ποια εκπομπή αποκαλύπτει τα καλύτερα τηλεοπτικά σκάνδαλα: της Νταγκουνάκη ή του Τριανταφυλλόπουλου; Στην είσοδο, μια κυρία, που έκανε τα γλυκά μάτια στον παπά, έδινε κεριά στους πιστούς, αλλά συνέχεια της έπεφταν τα ρέστα, που έπρεπε να δώσει, και δικαιολογούταν "Συγγνώμη, μου πεσε". Κανείς δεν ζητούσε τα ψιλά πίσω κι εκείνη άρχιζε νέο τροπάριο: "Έλα, δεν το πιστεύω!". 

Μέσα στο ναό, κάποια Μπαρμπαρίτσα, ντυμένη περιέργως μ' ένα κόκκινο φουστάνι (εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις πυρκαγιά) και μια μαντήλα στα μαλλιά, ρεζίλευε μια κυρία του Κολωνακίου, επειδή φιλήθηκε μ' έναν πολύ νεώτερό της άνδρα. Όμως το πιο περίεργο ήταν που αυτή η Κολωνακιότισα συνοδευόταν από μια Ρωσίδα υπηρέτρια, η οποία συνεννοούταν τέλεια με την κυρία της παρότι ούτε η μια μιλούσε ελληνικά ούτε η άλλη ρώσικα! Δίπλα τους ένας καθηγητής Βυζαντινολογίας έδινε διάλεξη για τους μπιντέδες στο Βυζάντιο δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους μπιντέδες της Ειρήνης της Αθηναίας, για τους οποίους όμως ήταν αναποφάσιστος: τη μια έλεγε ότι υπήρχαν και την άλλη όχι! Μια πανκ κοκκινομάλλα τον διέκοπτε συνεχώς φωνάζοντάς τον "Κατακουζήνα", εκείνος κόρωνε και της φώναζε "Πάψε, βλαχάρα" - δεν ξέρω αν ήταν η ίδια βλαχάρα για την οποία φώναζε η Τουρλουφίη Χατζηγιώργη νωρίτερα. 

Απελπισμένος την έκανα μ' ελαφρά κι από την εκκλησία. Τα δύο τηλεοπτικά συνεργεία είχαν φύγει και στη θέση τους ήρθαν άλλα που πάλι μάλωναν, αλλά αυτή τη φορά για το ποιος θα πάρει συνέντευξη από το διάκο της ενορίας με αφορμή την εξαφάνιση μιας κοπέλας, που ήθελε να γίνει μοναχή. "Εμείς θα φτάσουμε πρώτοι στην άκρη του τούνελ" φώναζαν οι μεν. "Όχι, εμείς θα ξεδιαλύνουμε πρώτοι την ομίχλη" φώναζαν οι δε. Εν τω μεταξύ, από τ' αριστερά μου πλησίαζε η Ελένη Λουκά, η οποία δεν ήξεραν αν ερχόταν γιατί είδε κάμερα και φτιάχτηκε ή αν ήθελε να μου κάνει κήρυγμα, ενώ από τα δεξιά μου πλησίαζε ο Πρετεντέρης, που ήθελε να με πείσει γιατί έπρεπε να ψηφίσω Σαμαρά - πού τον θυμήθηκε τώρα, είναι άλλο θέμα! 

Ήθελα να ουρλιάξω, αλλά τότε με πλησιάζει ένας τύπος με ύφος θέλω-να-γίνω-Γκοντάρ, που έμοιαζε καταπληκτικά μ' έναν από τους νεαρούς που νωρίτερα πήγαιναν πλατεία (ο νεαρότερος από τους δύο, όμως στο λίγο μεγαλύτερό του) και μου τα εξήγησε όλα: "Μη μασάς! Όνειρο είναι! Έτσι την πάτησα κι εγώ δυο χρόνια νομίζοντας ότι τα 'χα με την Ζούμη! Κλείσε τα μάτια κι όλα θα φτιάξουν".

Έκλεισα κι εγώ τα μάτια στο όνειρο μου και ως διά μαγείας τα άνοιξα στο κρεβάτι μου, έχοντας επιστρέψει στην πραγματικότητα. Αυτό κι αν ήταν εφιάλτης μεγέθους xxl! Ένας εφιάλτης για να γίνει... σίριαλ! 




Δεν είναι ο πρώτος εφιάλτης που βλέπω! Έχω δει και χειρότερο! Αυτός εδώ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου