6 Ιανουαρίου 2016

"Γιάννης, ο Κουτογιάννης". Ένα παραμύθι των Φώτων

Οι Καλικάντζαροι δεν υπάρχουν μόνο στην ελληνική παράδοση, αλλά συναντώνται και στις παραδόσεις άλλων ευρωπαϊκών λαών, αν και η παρουσία τους έχει ένα διαφορετικό χρώμα. Για παράδειγμα, στο παρακάτω γαλλικό παραμύθι, οι καλικάντζαροι βοηθούν έναν καλόκαρδο, όσο και αφελή φτωχό νέο να κερδίσει το χέρι της βασιλοπούλας, με την οποία ήταν ερωτευμένος. Η ιστορία εκτυλίσσεται με φόντο τη γιορτή των Φώτων, που βέβαια στη δυτική Ευρώπη έχει ένα τελείως διαφορετικό περιεχόμενο, ώστε θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την ιστορία του "Γιάννη Κουτογιάννη", όπως ονομαζόταν ο βασικός ήρωας, ως ένα παραμύθι των Φώτων. Μ' αυτήν την υποσημείωση, άλλωστε, δημοσιεύτηκε στο ελληνικό περιοδικό "Μπουκέτο" τον Ιανουάριο του 1928, απ' όπου αντλήθηκε η ελληνική μετάφραση με μικρές μόνο παρεμβάσεις στη γλώσσα.


ΓΙΑΝΝΗΣ, Ο ΚΟΥΤΟΓΙΑΝΝΗΣ


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα καλό παιδί, που όμως ο κόσμος το περιγελούσε. Γιάννη τον είχε βγάλει ο νουνός του, ο κόσμος όμως όλος τον φώναζε "Κουτογιάννη". Μα αυτό διόλου δεν τον ένοιαζε, γιατί δεν κακοκάρδιζε για τίποτε.
Ο Γιάννης δούλευε σ' ένα χρυσοχόο και είχε μάθει να φτιάχνει πολύ καλά σκεύη της εκκλησίας σκαλίζοντας πάνω παραμύθια και ιστορίες, ειδωλολατρικές μορφές, μάγισσες, νεράιδες μαζί με ερημίτες και οσίους, αλλά πιο πολύ πετύχαινε τους τρεις μάγους βασιλείς που προσκυνούσαν το Χριστό. Γι' αυτό στη γιορτή τους καμάρωνε γεμάτος χαρά στην εκκλησία. Έπειτα, το βράδυ δειπνούσε με λίγο γάλα και κοιμόταν βλέποντας όνειρα γλυκά. 
Μια νύχτα, ξημερώνοντας των Φώτων, ο άνεμος φυσώντας ξύπνησε τον Γιάννη. Σύννεφα περνούσαν τον ουρανό και σκέπαζαν το φεγγάρι. Ξαφνικά, ο Γιάννης άκουσε ψιθυρίσματα, γύρισε και είδε ένα πλήθος από μικρά άσχημα ανθρωπάκια σαν Καλικάντζαρους, τα οποία έτρεχαν, πηδούσαν στις καρέκλες, ανέβαιναν στα τραπέζια, σκαρφάλωναν στους τοίχους, κρέμονταν από την πορτίτσα, έμπαιναν από το σωλήνα της θερμάστρας και από τις τρύπες των κεραμιδιών.
Τ' ανθρωπάκια αυτά ανασκάλεψαν όλες τις γωνιές του δωματίου και τέλος βρήκανε το ποτήρι με το γάλα, που είχε λησμονήσει ο Γιάννης να πιεί. 
- Γάλα! φώναξαν τότε με χαρά. Μας άφησε το γάλα του!
Κι άρχισαν να πίνουν διψασμένα το γάλα. Ύστερα, αφού το ήπιαν, χόρεψαν κάτω απ' το φως του φεγγαριού με τη μουσική που τους έπαιζε ο άνεμος, που σφύριζε. 
Ο Γιάννης κοίταζε σα χαμένος μη ξέροντας αν ήταν στα καλά του ή ονειρεύεται! Σαν τέλειωσε ο χορός, εκείνος που φαινόταν αρχηγός των ανθρωπάκων αυτών, χτύπησε τα χέρια του και φώναξε:
- Τώρα δουλειά!
Κι όλοι, οπλισμένοι με μικροσκοπικές σκούπες, με μικρά ξεσκονιστήρια, αρχίσανε να καθαρίζουν το δωμάτιο, να τρίβουν τα γυαλιά και να φράζουνε τις τρύπες. Ύστερα από ώρες, όταν κοντοζύγωνε η αυγή, ο αρχηγός έδωσε πάλι το σύνθημα κι όλοι φύγανε όπως είχαν έρθει...
Την άλλη μέρα, ο Γιάννης είπε στους συναδέλφους του πως είχε δει τη νύχτα Καλικάντζαρους μα εκείνοι άρχισαν να γελούν. Ο Γιάννης όμως ήξερε τι έλεγε και γι' αυτό δεν ξαναμίλησε πια για ό,τι του είχε συμβεί τη νύχτα. Κάθε βράδυ, όμως, άφηνε γεμάτο το ποτήρι του και το πρωί το έβρισκε αδειανό. 
Δεν ξαναείδε όμως από τότε τους μικρούς ανθρώπους με τις γενειάδες και τις μυτερές κατσούλες. Ο ύπνος τον έπαιρνε αμέσως, μόλις ακουμπούσε το κεφάλι του στο προσκέφαλο, και τότε ίσως οι μικροί Καλικάντζαροι άρχιζαν τη δουλειά τους και τού πιναν το γάλα. 
Ο Γιάννης σιγά-σιγά μεγάλωνε και προόδευε στη δουλειά του. Τώρα άρχισε να φτιάχνει πόρπες και λαβές σπαθιών. Και πάντοτε, σε μια μικρή γωνίτσα των ειδών που έφτιαχνε, σκάλιζε κι έναν ανθρωπάκο, έναν Καλικάντζαρο με μεγάλη τραγίσια γενειάδα και κατσούλα μυτερή. 
Τον ίδιο καιρό, πήγε ένα όμορφο κορίτσι στο κατάστημα του χρυσοχόου για να ψωνίσει. Να το δει κανείς δεν μπορούσε χωρίς να το ερωτευθεί.Το είδε κι ο Γιάννης κι αποσβολώθηκε! Το συνόδευαν καλοντυμένοι υπηρέτες κι αφού διάλεξε κοσμήματα, έφυγε με την ακολουθία της. 
Ρώτησε ο Γιάννης ποια ήτανε αυτή η ωραία κόρη και του είπανε: 
- Η κόρη του βασιλιά είναι. Ήρθε να διαλέξει δώρα για τις κυρίες της ακολουθίας της.
Ο Γιάννης για πολλή ώρα έμεινε σκεπτικός. Το βράδυ στο δείπνο ο καθένας έλεγε ποια ήθελε να έπαιρνε γυναίκα. Και ο αφέντης τον καθένα τον επαινούσε ή τον κατηγορούσε για την εκλογή του. Όταν ήρθε και η σειρά του Γιάννη, αυτός αφηρημένος κοίταζε το ταβάνι.
- Ποια θέλεις γυναίκα; τον ρώτησαν τότε.
- Την κόρη του βασιλιά, απάντησε εκείνος.
Ο αφέντης του τον μάλωσε, λέγοντας ότι δεν πρέπει να ζητάει κανένας τέτοια πράγματα αδύνατα και ούτε για αστεία να μην ανακατεύει τα ονόματα τόσο μεγάλων προσώπων. Ο Γιάννης δεν είπε τίποτα, αλλά ανέβηκε στη σοφίτα του και κοιμήθηκε, ονειρευόμενος το κορίτσι του βασιλιά. 
Την άλλη μέρα, όλοι τον κορόιδευαν στο εργαστήρι για τα λόγια του. Εκείνος όμως απαντούσε:
- Αν είναι από τη μοίρα μου γραφτό, κανένας δεν μπορεί να το εμποδίσει.
Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια γινόντουσαν ώσπου έφτασε το πράγμα στ' αφτιά του βασιλιά, ο οποίος κάλεσε αμέσως το χρυσοχόο και τον μάλωσε. Ο χρυσοχόος κάλεσε το Γιάννη, σαν γύρισε απ' το παλάτι, και του είπε:
- Λυπάμαι που θα σε αποχωριστώ, παιδί μου. Αν ήσουνα φρόνομος, θα προόδευες στην τέχνη και θα γινόσουν και συ καταστηματάρχης μια μέρα. Για να λες όμως κουταμάρες, τώρα πήγαινε αλλού να βρεις δουλειά κι έχε την ευχή μου.
Ο Γιάννης με μεγάλη λύπη του χωρίστηκε από το αφεντικό του, γιατί τον αγαπούσε πολύ. Καθώς έφευγε, συνάντησε δύο βασιλικούς κήρυκες, που στάθηκαν στη μέση της πλατείας και αφού τέσσερις σαλπιγκτές σάλπισα, κήρυξαν ότι:
 - Η κόρη του πολυχρονεμένου βασιλιά, η πριγκίπισσα Πανωραία, ήρθε στην ώρα για να παντρευτεί. Κι ότι ο πατέρας της θα την έδινε σ' εκείνον, που θα της έφερνε την ημέρα των Θεοφανίων το καλύτερο χρυσό στεφάνι και το πιο πλούσιο νυφικό φόρεμα!
Γεμάτος απελπισία, ζαλισμένος από το άκουσμα αυτό, ο Γιάννης τράβηξε έξω προς το δάσος. Στο δρόμο που πήγαινε, απάντησε ένα γεροντάκο ποπ κρατούσε μια αγελάδα ισχνή και αρρωστιάρικη.
- Πόσο θέλεις για το σχοινί αυτό, που έχεις δέσει την αγελάδα σου; ρώτησε ο Γιάννης.
- Πενήντα λεπτά παιδί μου, απάντησε ο γέρος.
- Να, πάρε πέντε τάλιρα, του είπε ο Γιάννης.
- Με τόσα λεφτά σου δίνω και την αγελάδα, που την πηγαίνω στο χασάπη, του απάντησε ο γέρος.
- Δεν έχω ανάγκη πια ούτε από χρήματα ούτε από γάλα. Άφησε το φτωχό ζώο ελεύθερο. Εγώ πάω να κρεμαστώ μ' αυτό το σχοινί, γιατί δεν μπορώ να πάρω την κόρη του βασιλιά για γυναίκα μου. 
Έτσι, ο Γιάννης τράβηξε προς το δάσος. Διάλεξε ένα δέντρο κι έδεσε το σχοινί για να κρεμαστεί. Μα το κλαδί λύγισε αμέσως ως τη γη. Πάει σ' άλλο δέντρο ο Γιάννης, μα του συνέβη το ίδιο. Όλα τα κλαδιά λύγιζαν μόλις πήγαινε να κρεμαστεί. Τότε πια ανέβηκε στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου κι έδεσε εκεί το σχοινί του. Μα, μόλις το πέρασε στο λαιμό του και κρεμάστηκε, το σχοινί κόπηκε και ο ίδιος έπεσε μέσα σε μια τρύπα γεμάτη Καλικάντζαρους. 
- Να ο Γιάννης, που έρχεται να μας κάνει επίσκεψη! φωνάξανε οι Καλικάντζαροι μόλις τον είδανε. 
- Καλώς ήρθες! φώναξε κι ο αρχηγός τους. Έλα μαζί μας...
Και τον πήρε και τον πήγε μέσα σε μια σπηλιά, όπου χιλιάδες ανθρωπάκια σκάλιζαν και δούλευαν μέταλλα πολύτιμα, λέπτυναν χρυσάφι, έχυναν ασήμι, σκάλιζαν πλατίνα και κόβαν πολύτιμους λίθους. Ύστερα τον κατέβασε στα υπόγεια, όπου ήταν μεγάλοι θησαυροί αποθηκευμένοιο κι έπειτα του δώσανε να φάει ωραία φαγητά σε χρυσά πιάτα, σε μια αίθουσα που φωτιζόταν από λάμπες σκαλισμένες σε μεγάλα ρουμπίνια καταπόρφυρα!
- Αφού ήσουνα τόσο καλός για μας και μας έδινες το γάλα σου, του είπε ο βασιλιάς των Καλικαντζάρων, για να σε ανταμείψω θα σε κάνω να πάρεις την κόρη του βασιλιά. 
Ο Γιάννης τα χασε. 
- Με σε νοιάζει, του ξανάπε ο βασιλιάς. Γύρισε στην πόλη και νοίκιασε το πιο μεγάλο παλάτι πο υπάρχει. Για τ' άλλα, θα φροντίσουμε εμείς. 
 Την ίδια στιγμή, ο Γιάννης αποκοιμήθηκε και σαν ξύπνησε, βρέθηκε στην εξοχή. Κοντά του ήταν η αγελάδα που είχε ελευθερώσει και του έγλυφε το μέτωπο. Τράβηξε τότε κατά την πόλη κι αποφάσισε να κάνει ό,τι τον συμβούλεψε ο βασιλιάς των Καλικαντζάρων. Πήγε, λοιπόν, σ' ένα ωραιότατο παλάτι και ρώτησε αν πουλιέται. 
- Έχεις χρήματα; τον ρώτησε ο επιστάτης του παλατιού.
Ο Γιάννης, χωρίς να θέλει, έχωσε το χέρι του στην τσέπη και με μεγάλη του κατάπληξη βρήκε εκεί μέσα ένα σωρό χρυσά φλουριά! Χωρίς να τα χάσει τότε, έβγαλε και πλήρωσε τον επιστάτη. Ο επιστάτης βλέποντας τόσα πλούτη τά χασε κι αμέσως έτρεξε στην πολιτεία και διέδωσε πως έφτασε στον τόπο κάποιος μεταμφιεσμένος πρίγκιπας! Μόλις μαθεύτηκε αυτό, έτρεξε ο κόσμος να τον δει, μα ο Γιάννης έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο παλάτι του.  
Τη νύχτα ήρθαν οι φίλοι του, τα ανθρωπάκια, και του έφεραν να φάει. Το άλλο βράδυ, του πήγαν ρουμπίνια και μαργαριτάρια, που δεν είχε ξαναδεί στα μάτια του, και άρχισαν όλοι μαζί να φτιάχνουν το στεφάνι για τη βασιλοπούλα Πανωραία...
Απέναντι από το παλάτι του Γιάννη καθόταν ο πρίγκιπας Διαβολιάρης, που είχε φτάσει την ίδια μέρα για να αγωνιστεί και να πάρει γυναίκα του τη βασιλοπούλα. Ο Διαβολιάρης είχε φέρει μαζί του και δώρα για την Πανωραία. Όταν άκουσε όμως πως και κάποιος άλλος πρίγκιπας έφτασε στην πόλη με τον ίδιο σκοπό, φουρκίστηκε τρομερά, γιατί είχε φροντίσει και είχε διώξει ως τη στιγμή εκείνη όλους τους υποψήφιους γαμπρούς, για να μείνει μονάχος του και να κερδίσει την Πανωραία. Έτρεξε λοιπόν αμέσως να δει και να γνωρίσει τάχα το Γιάννη. Του χτύπησε την πόρτα, μα ο Γιάννης δεν του άνοιξε. Τότε ο Διαβολιάρης δωροδόκησε τον επιστάτη του παλατιού του Γιάννη και την παραμονή των Φώτων ο επιστάτης του άνοιξε κρυφά την πόρτα και τον έμπασε μέσα, ντυμένο σαν γριά! Μόλις ο Διαβολιάρης έφθασε έξω από την κάμαρα του Γιάννη, κρυφοκοίταξε και είδε το νέο όρθιο να δίνει διαταγές σε διάφορα ποντίκια που ήταν μαζεμένα γύρω του. Τότε ο Διαβολιάρης χτύπησε.
- Ποιος είναι; φώναξε ο Γιάννης.
- Η κυρία της τιμής της πριγκίπισσας Πανωραίας, αποκρίθηκε ο Διαβολιάρης. 
- Μην ανοίξεις! Μην ανοίξεις! φώναξαν τότε τα ποντίκια στον Γιάννη.
Μα ο Γιάννης δεν κρατήθηκε κι άνοιξε. Ο Διαβολιάρης, μόλις μπήκε μέσα, αντίκρισε το στεφάνι που είχαν φτιάξει οι Καλικάντζαροι για τη βασιλοπούλα και τα χασε. 
- Η πριγκίπισσα, του είπε τότε, σε είδε μια φορά από το παράθυρο και σ' αγάπησε! Έλα το πρωί, αν θέλεις, τα χαράματα έξω από τη μεγάλη πόρτα του φρουρίου. Θα σε περιμένει εκεί.
Πάλι τα Καλικαντζαράκια φώναξαν και είπαν στο Γιάννη να μην πάει, μα ο Γιάννης, σαν Κουτογιάννης που ήταν, δεν τ' άκουσε και κατά τη χαραυγή τράβηξε για το ραντεβού του. Ο Διαβολιάρης, μόλις πήγε ο Γιάννης στη Μεγάλη Πόρτα, έβαλε τους ανθρώπους του και τον χτύπησαν αλύπητα ώσπου έμεινε αναίσθητος. Όταν πια συνήλθε, ήταν μεσημέρι. Τρέχει τότε στο σπίτι του να πάρει το στεφάνι να το πάει στο διαγωνισμό για την Πανωραία, μα βρήκε τις πόρτες ανοιχτές και το στεφάνι άφαντο! Κατάλαβε τότε αμέσως τι είχε συμβεί και τρέχει στο παλάτι του βασιλιά, την ώρα που οι άλλοι πρίγκιπες δίνανε τα στεφάνια τους. Τελευταίος πλησίασε κι ο Διαβολιάρης και μόλις άπλωσε να δώσει το στεφάνι που είχε κλέψει από το Γιάννη, όλοι το θαύμασαν, όλοι τον ανακήρυξαν νικητή και τον χειροκροτούσαν εκτός από τη βασιλοπούλα, που δεν τον χώνευε καθόλου.
Την ίδια όμως στιγμή, πήδησε στη μέση κι ο Γιάννης φωνάζοντας και σκούζοντας:
- Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας μεγάλος κλέφτης. Εγώ έκανα το στεφάνι αυτό!
- Ποιος είναι αυτός ο τρελός! Να τον διώξουν! διέταξε αμέσως ο πρίγκιπας Διαβολιάρης. 
Κι έτσι έδιωξαν ο Γιάννη, ενώ ο Διαβολιάρης ανακηρυσσόταν νικητής της πρώτης δοκιμασίας για τη βασιλοπούλα.
Γύρισε περίλυπος ο Γιάννης στο δάσος και βρήκε τον Αρχικαλικάντζαρ, που καθόταν λυπημένος και σκεφτόταν.
- Γιατί δεν μας άκουσες; είπε στο Γιάννη μόλις τον είδε. Καλά τιμωρήθηκες όμως γι' αυτό, μα μην απελπίζεσαι. Μένει ακόμα ο διαγωνισμός για το φόρεμα. Τράβα σπίτι σου, μην ανοίξεις σε κανένα και εμείς με τις αδερφές μας τις νεράιδες θα έρθουμε να σου υφάνουμε το φόρεμα. 
Γύρισε ο Γιάννης στο παλάτι του παρηγορημένος. Οκτώ ημέρες των χώριζαν τώρα από τη δεύτερη δοκιμασία. Τη νύχτα όμως έφτασαν οι Νεράιδες κι άρχισαν να υφαίνουν τις νιφάδες του χιονιού και να τις στολίζουν με δροσοσταλίδες, που έφερναν οι Καλικάντζαροι. Σε λίγο, το θαυμάσιο αυτό φόρεμα ήταν έτοιμο.
Ενώ ο Γιάννης ήταν όλο χαρά και περίμενε την ημέρα του δεύτερου διαγωνισμού, ένας γέρος, που έτρεμε από το κρύο, του φώναξε κάτω από το παράθυρο.
- Τι θέλεις γέρο; είπε ο Γιάννης.
- Άνοιξε παιδί μου, γιατί κρυώνω και πεινάω.
- Δεν μπορώ να σου ανοίξω.
- Αχ, παιδί μου, πεθαίνω!
Τον λυπήθηκε ο Γιάννης, του άνοιξε, τον ανέβασε, του έδωσε κι έφαγε και του έδειξε και το χιονόκρινο φόρεμα της βασιλοπούλας.
- Καλύτερο φόρεμα δεν έγινε! του είπε ο γέρος, που δεν ήταν άλλος από τον πρίγκιπα Διαβολιάρη μεταμφιεσμένο.
- Αλλά και δεν έγινε καλύτερο κορίτσι από αυτό που θα το φορέσει! είπε και ο Γιάννης.
Την άλλη μέρα, ο γέρος, που είχε μείνει στο παλάτι του Γιάννη, έβαλε υπνωτικό στο γάλα του για ν' αποκοιμηθεί και να του κλέψει το φόρεμα, μα τα ανθρωπάκια έχυσαν το γάλα.
Τα μεσάνυχτα ο Διαβολιάρης, νομίζοντας ότι κοιμάται ο Γιάννης, μπήκε μέσα στο παλάτι με τα παλικάρια του. Τ' ανθρωπάκια τότε ξύπνησαν αμέσως το Γιάννη. 
- Πρόσεξε, Γιάννη, οι εχθροί σου έρχονται! του φώναξαν.
Ο Γιάννης πετάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι, έντυσε τα προσκέφαλα με τα ρούχα του, τα σκέπασε με τα σεντόνια και κρύφτηκε κάτω απ' το κρεβάτι.
Ο Διαβολιάρης, μόλις μπήκες, διέταξε να σκοτώσουν το Γιάννη.
Οι άνθρωποι του Διαβολιάρη άρχισαν να τρυπώνουν τα προσκέφαλα μα τα σπαθιά τους κι ο Γιάννης κάτω από το κρεβάτι άφηνε αναστεναγμούς για να νομίσουν ότι είχε πεθάνει!
Ο Διαβολιάρης έκλεψε τότε το φόρεμα κι έφυγε. Και την άλλη μέρα, που έγινε ο δεύτερος διαγωνισμός, πάλι αυτός βγήκε νικητής παρουσιάζοντας το φόρεμα το κλεμμένο... Μα την ίδια στιγμή έφτασε κι ο Γιάννης στο παλάτι του βασιλιά και φώναξε:
- Σταθείτε! Ο άνθρωπος αυτός είναι κλέφτης!
Ο Διαβολιάρης, που τον νόμιζε για πεθαμένο, τά χασε. Τον κοίταζε σαστισμένος κι έτρεμε σαν το βούρλο... Μα ο Γιάννης πλησίασε το βασιλιά και  του είπε χωρίς να χάνει καιρό:
- Εγώ έκανα το φόρεμα και το στεφάνι. Και ο κακός αυτός άνθρωπος μου τα πήρε, αφού δοκίμασε να με σκοτώσει.
- Ψέματα λες! του φώναξε ο Διαβολιάρης.
- Αφού λοιπόν εσύ τα έφτιαξες, ορίστε να τα ξαναφτιάξεις, του απάντησε ο Γιάννης. Κι άπλωσε το χέρι του κι έλιωσε το φόρεμα σε χιόνι και σε χρυσοσταλίδες κι έσβησε τα πετράδια από το στεφάνι. Συγχρόνως, γυρίζοντας πάλι στο βασιλιά του είπε:
- Βάλτε μας και τους δυο σε δυο κάμαρες του παλατιού και σε τρεις μέρες, όποιος μπορέσει και ξανακάμει το στεφάνι και το φόρεμα, να πάρει την Πανωραία γυναίκα.
Ο βασιλιάς δέχτηκε και τους έδωσαν δυο δωμάτια του παλατιού να εργαστούν. Έπειτα από τρεις μέρες, ο Γιάννης παρουσίασε το φόρεμα και το στεφάνι στο βασιλιά, όμοια κι απαράλλαχτα σαν τα πρώτα. Ο Διαβολιάρης όμως δεν φάνηκε πουθενά. Είχε ακούσει την ιστορία που διηγήθηκε ο Γιάννης και πήγε κι αυτός στο δάσος να παρακαλέσει τους Καλικάντζαρους να του φτιάξουν ένα στεφάνι κι ένα φόρεμα. Ο αρχηγός των Καλικάντζαρων τον πλησίασε μόλις τον είδε να τον αναζητά και τον ρώτησε τι τον ήθελε.
- Να με βοηθήσεις σαν το Γιάννη και θα γίνω δούλος σου, τού πε ο Διαβολιάρης.
- Σκαλίζεις μέταλλα; τον ρώτησε τότε εκείνος.
- Όχι, λέει ο Διαβολιάρης.
- Ξέρεις τότε να χορεύεις;
- Ναι ναι, απάντησε με προθυμία ο πρίγκιπας.
- Καλά, λοιπόν, Αν χορέψεις έως ότου σβήσουν όλα τα άστρα στον ουρανό, θα σε βοηθήσω. Αν όμως κουραστείς, τότε θα σε μεταμορφώσω σε αρκούδα και θα μείνεις αρκούσα, όσο ζεις. 
Ο Διαβολιάρης άρχισε να χορεύει πρώτα τον ένα κι έπειτα τον άλλο χορό. Οι ώρες σιγά σιγά περνούσαν. Όσο όμως περνούσε η ώρα, τόσο αισθανόταν κούραση. Τα πόδια του βάραιναν σαν μολύβι και δεν μπορούσε ούτε να τα σηκώσει.  Κι όμως χόρευε πάντα. Τα άστρα έσβηναν σιγά σιγά στον ουρανό. Δεν έμεναν πια παρά τρία μονάχα. Λίγο αν χόρευε ακόμα ο Διαβολιάρης, θα πετύχαινε. Μα εξαντλήθηκε και σωριάστηκε από τον κόπο κατά γης. Είχε χάσει!
Ο βασιλιάς των Καλικάντζαρων άπλωσε τότε το χέρι του από πάνω του κι ο πρίγκιπας Διαβολιάρης μεταμορφώθηκε αμέσως σε αρκούδα. Από την εποχή εκείνη χορεύουν οι αρκούδες κι όλο χορεύουν...
Ο Γιάννης πήρε γυναίκα του την πριγκίπισσα Πανωραία και απόχτησε μαζί της όσα παιδιά χρειάζονται για να είναι κανείς ευτυχισμένος. Αργότερα, σαν πέθανε ο βασιλιάς, πήρε αυτός το θρόνο κι ο κόσμος τον θυμάται ως σήμερα σαν τον πιο καλό, δίκαιο και πονόψυχο βασιλιά που γέννησε η γη. Στην κορώνα του, για οικόσημο είχε ένα μικρό Καλικαντζαράκι με γενάκια μακριά και μυτερή, πολύ μυτερή κατσούλα, που στηριζότανε απάνω στο σφυρί του...


[Το αρχείο του περιοδικού "Μπουκέτο" δημοσιεύεται σε ψηφιακή μορφή στη σελίδα "Πλειάς" του πανεπιστημίου Πατρών]



Περισσότερα παραμύθια:
-- "Η φωτιά της χαράς". Ένα θλιβερό, πρωτοχρονιάτικο παραμύθι
-- "Ο τρυποκάρυδος και η αλεπού", ένα κρητικό παραμύθι
-- Η αυθεντική ιστορία του παραμυθιού "Η Πεντάμορφη και το Τέρας"
-- Η πρώτη γραπτή εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας - Τα ερωτικά υπονοούμενα και το unhappy end
-- "Η Ιστορία μιας μητέρας" - Ένα συγκινητικό παραμύθι του Άντερσεν για την αγάπη της μάνας.
-- Το πρώτο παραμύθι που γράφτηκε για το χριστουγεννιάτικο δέντρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου