19 Οκτωβρίου 2016

Το θεατρικό "Ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο" το Μάρτιο του 1944. Οι διαφορές σε σχέση με την κινηματογραφική ταινία

Μια από τις πρώτες, αλλά και από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη ήταν το "Ξύλο βγήκε απ' τον παράδεισο" του Αλέκου Σακελλάριου. Η ταινία γυρίστηκε και προβλήθηκε το 1959, λίγοι όμως γνωρίζουν ότι πρόκειται για διασκευή ενός θεατρικού έργου του Σακελλάριου (με τον ίδιο τίτλο), που έκανε πρεμιέρα στις 17 Μαρτίου 1944 στο θέατρο Κυβέλης σημειώνοντας εισπράξεις... 65 εκατομμυρίων δραχμών! (μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, όταν η αξία του νομίσματος βρισκόταν στα τάρταρα). 

Ο βασικός κορμός της κινηματογραφικής πλοκής ήταν ίδιος με εκείνον του θεατρικού ήταν σε γενικές γραμμές ο ίδιος, υπήρχαν όμως και κάποιες διαφορές. Κατ' αρχήν, σύμφωνα με το θεατρικό έργο, ο καθηγητής Φλωράς δεν προσλαμβάνεται σε γυμνάσιο θηλέων, αλλά σε μικτό σχολείο, όπου δηλαδή δεν υπάρχουν μόνο άτακτες και κακομαθημένες μαθήτριες, αλλά και αγόρια μαθητές. 

Εξάλλου, στην παράσταση του 1944, οι καθηγητές δεν αδυνατούσαν απλά να επιβάλλουν την τάξη, αλλά ήταν μέρος του προβλήματος της ασυδοσίας. Για παράδειγμα, ο γυμναστής του σχολείου δεν ήταν απλά κάποιος κακόμοιρος ανθρωπάκος που δεν ήξερε αν έδινε παραγγέλματα για επίκυψη ή ανάταση, αλλά δεν ήξερε στην κυριολεξία τι του γινόταν από το μεθύσι. 

Ποιος άλλος θα υποδυόταν καλύτερα τον μεθυσμένο από τον Ορέστη Μακρή, που είχε ήδη τυποποιηθεί σε συγκεκριμένους θεατρικούς ρόλους, αν και εδώ τον προσέγγιζε από μια κωμική άποψη. Ο Μακρής θα υποδυόταν 15 χρόνια αργότερα και τον κινηματογραφικό Γκίκα, μόνο που τότε ο γυμναστής θα ήταν νηφάλιος, αλλά αφελής. 

Εφημερίδα της εποχής περιέγραφε ως ένα "ευχάριστο ελαφρό εργάκι,έξυπνο και χαριτωμένο χωρίς καθόλου προστυχιές", που μεταφέρει το θεατή "στον εύθυμο κόσμο της μαθητιώσας νεολαίας, όπου ξέγνοιαστα κυλά η ζωή ανάμεσα στα γέλια και τις καζούρες που κάνουν ολοένα οι μεγαλύτεροι κάπως διάβολοι αρσενικοί και θηλυκοί στους καθηγητές τους". 

Και συνέχιζε δίνοντας μια συνοπτική περιγραφή της πλοκής:
Ο καινούριος καθηγητής των ελληνικών, αυστηρός μα και πολύ νεαρός, πάει να βάλει κάποια τάξη στην ασυδοσία που βασιλεύει μέσα στο πρότυπο αυτό λύκειο, όπου τα μαθήματα φορτώνονται από μαθητές και δασκάλους στον πετεινό. Όμως αντί με το ξύλο να φέρει σε θεογνωσία την πιο άτατη και κακομαθημένη μαθήτρια της τάξης του, καταφέρνει να μιλήσει πιο αποτελεσματικά στην τρυφερή καρδιά της. Ύστερα από μαλλιοτραβήγματα του αυστηρού καθηγητή και της ερωτοχτυπημένης μαθήτριας, ένα ατέλειωτο φιλί ("όπως και στον κινηματογράφο" ήταν η παρατήρηση του δημοσιογράφου) τους ανοίγει τον ουρανό της καινούριας ευτυχίας τους.

Ο Ορέστης Μακρής ήταν ο μοναδικός ηθοποιός που είχε παίξει και στο θεατρικό έργο και στην κινηματογραφική ταινία και μάλιστα στον ίδιο, αν και ελαφρώς παραλλαγμένο, ρόλο. Κατά τ' άλλα, το ρόλο της Βουγιουκλάκη είχε πρώτη ερμηνεύσει στο θέατρο η Μαρίκα Καλουτά, ενώ το ρόλο του καθηγητή είχε πρώτος υποδυθεί ο τενόρος Μανιατάκης. Γιατί τενόρος; Γιατί η παράσταση ήταν μια μουσική κωμωδία, διανθισμένη με διάφορα ευχάριστα τραγούδια σε μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη, που απέσπασαν θετικές κριτικές. 

Ντυμένος με "τσουρούτικη βελάδα και χαμηλό κολλάρο με μαύρο έτοιμο φιόγκο" ο Γυμνασιάρχης του σχολείου, όπως τον υποδύθηκε ο Μάνος Φιλιππίδης, ενώ δύο αγόρια μαθητές "κουμπούρια στα γράμματα που κάθε χρόνο τρώνε κανόνι" (κοινώς έμεναν στην ίδια τάξη) έπαιξαν οι Μίμης Κοκκίνης και Μαυρέας, στο ρόλους του χαζού και του μάγκα αντίστοιχα. Στην παράσταση έπαιζε και η Άννα Καλουτά, ενώ σε δεύτερους ρόλους εμφανίστηκαν λιγότερο γνωστοί ηθοποιοί, οι Γιάννης Αποστολίδης, Μπέμπα Δόξα, Κορνηλία Βλαχοπούλου, Λιλή Λις, Ζαφειρίνη Γκιουζέππε κλπ.

Η κριτική των Αθηναϊκών Νέων εξύμνησε την ερμηνεία της Μαρίκας, η οποία επέστρεψε στη μουσική κωμωδία ύστερα από πολλά χρόνια συμμετοχής σε επιθεωρήσεις, ξεδιπλώνοντας "όλη την φινέτσα, την αβρότητα και την αισθηματικότητα που διακρίνει το παίξιμό της" σε συνδυασμό με "την συγκρατημένη ζωηρότητα που απαιτεί ο ρόλος της ερωτευμένης μαθήτριας".

Αντίστοιχα ο Μανιατάκης έπαιζε "στον τόνο που επιβάλλεται", ενώ ο συντάκτης είχε καλά σχόλια και για τις ερμηνείες των μεγάλων ονομάτων του θιάσου, δηλαδή για τους Μακρή, Φιλιππίδη, Κοκκίνη και Μαυρέα. Οι παρατηρήσεις του εστιάζονταν κυρίως σε κάποια "δημοκοπικά μοτίβα" που διακήρυττε ο νεαρός καθηγητής θέλοντας να συνετίσει τους μαθητές του, ενώ αρνητικά σχολιάστηκε και το "ενοχλητικό εκείνο "βεβαίως, βεβαίως" που το κείμενο επιβάλλει [..] να επαναλαμβάνη κάθε τόσο" ο Φιλιππίδης ως γυμνασιάρχης. 

Να υποθέσουμε ότι ο Φιλιππίδης, όσο καλός και αναγνωρισμένος στην εποχή του ηθοποιός κι αν ήταν, ήταν πάντως λιγότερο καλός από τον απόλυτα ταυτισμένο με το συγκεκριμένο ρόλο, Χρήστο Τσαγανέα, ο οποίος στο κινηματογράφο έδωσε ρεσιτάλ στο ρόλο του μαλθακού διευθυντή;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου