4 Οκτωβρίου 2016

Το φρικτό έγκλημα του μοναδικού Έλληνα της Αυστραλίας που εκτελέστηκε διά απαγχονισμού

Παραμονές Χριστουγέννων του 1902, ένα αποτρόπαιο διπλό έγκλημα συγκλόνισε την Αυστραλία. Ήταν πρωινό της 20ης Δεκεμβρίου. Το οπωροπωλείο του Έλληνα μετανάστη Γιάννης Ψυχίτα στην πόλη Λόουλερς της δυτικής Αυστραλίας ήταν ασυνήθιστα κλειστό αν και πρωί Σαββάτου, οπότε η κίνηση ήταν συνήθως αυξημένη. Βέβαια, ήταν γνωστό ότι ο 30χρονος ιδιοκτήτης είχε αναχωρήσει από την πόλη την προηγούμενη μέρα για επαγγελματικό ταξίδι, όμως στο πόστο του άφησε το μικρότερο αδελφό του Στέλιο, από τον οποίο ζήτησε να φροντίσει το μαγαζί, αλλά και να προσέχει την 22χρονη σύζυγό του, Σοφία, με την οποία ο Γιάννης ήταν παντρεμένος για 18 μήνες, και το μόλις 12 μηνών μωρό τους.
Η Σοφία περιγραφόταν ως μια γυναίκα εξαιρετικά όμορφη και ταλαντούχα. Έπαιζε πιάνο και μιλούσε άνετα γαλλικά και ιταλικά, αν και δεν τα κατάφερνε το ίδιο καλά και με τα αγγλικά - τουλάχιστον όχι προτού μετακομίσει στην Αυστραλία. Ήταν κόρη ιερέα μεγαλωμένη στην Αθήνα, όταν υποχρεώθηκε από την οικογένειά της να παντρευτεί τον Γιάννη. Εκείνος είχε ζήσει αρκετά χρόνια μετανάστης στην Αυστραλία, είχε βγάλει κάποια χρήματα και γύρισε στην Ελλάδα αναζητώντας νύφη. Αμέσως μετά το γάμο, ο Γιάννης και  Σοφία πήγαν στη Νέα Υόρκη, όπου συνάντησαν (ή αργότερα ήρθε και τους βρήκε) ένα από τα αδέρφια του Γιάννη, το Στέλιο, και οι τρεις τους κατέληξαν στο Λόουλερς περίπου ένα χρόνο πριν τα τραγικά συμβάντα της 20ης Δεκεμβρίου 1902.

Σοφία και Γιάννης Ψιχίτας

Καθώς ειδικά η Σοφία ήταν αρκετά αγαπητή από τους κατοίκους του Λόουλερς, ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Άλλωστε, ο φούρναρης της περιοχής, που είχε πάει μέχρι το οπωροπωλείο για ν' αφήσει ψωμί, από το παράθυρο της κουζίνας είχε δει αίματα στο κρεβάτι, πάνω στο οποίο φαινόταν η φιγούρα μιας γυναίκας. Να διευκρινιστεί ότι το οπωροπωλείο διέθετε μια κουζίνα κι έναν ακόμη χώρο που χρησιμοποιούταν ως υπνοδωμάτιο.

Λίγη ώρα μετά έφτασαν οι αστυνομικοί, οι οποίοι άνοιξαν εύκολα την πίσω πόρτα του μαγαζιού και μπαίνοντας στο δωμάτιο αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα μπαίνοντας στο μαγαζί. Αίματα υπήρχαν παντού - ακόμη και στο παράθυρο. Η Σοφία είχε έναν εξαιρετικά βίαιο θάνατο, καθώς ο λαιμός της βρέθηκε κομμένος από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, ενώ το κεφάλι, βίαια χτυπημένο, είχε σχεδόν αποκολληθεί από το σώμα. Θύμα βίαιου θανάτου ήταν και το παιδί, το άψυχο σώμα του οποίου επίσης εντοπίστηκε από τους αστυνομικούς.

Από το μαγαζί έλειπε ο αδερφός, τα ίχνη του οποίου είχαν εξαφανιστεί από το προηγούμενο βράδυ. Λίγες ώρες αργότερα, το απόγευμα της 20ης Δεκεμβρίου ο Στέλιος εντοπίστηκε να κρύβεται σ' ένα ποταμάκι λίγο έξω από την πόλη φέροντας πάνω του μια λεπίδα γεμάτη αίματα κι ένα γεμάτο ρεβόλβερ. Βουτηγμένα στο αίμα ήταν όμως και τα ρούχα του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ήταν ο δράστης του άγριου διπλού εγκλήματος, ο οποίος και συνελήφθη.

Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι ο δράστης εντοπίστηκε όχι σ' ένα ποταμάκι αλλά κρυμμένος κάτω από ένα κρεβάτι μ'ένα σκοινί περασμένο γύρω από το λαιμό του, έχοντας πιθανόν επιχειρήσει να δώσει τέλος στην ζωή του. Ωστόσο, ο ίδιος θα αρνιόταν ότι είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Θα υποστήριζε ότι το σκοινί κι ένα χαρτομάντηλο, με το οποίο σκέπασε το πρόσωπό του, τα χρησιμοποίησε για να διώξει τις μύγες και για να μην τον ενοχλεί ο ήλιος!

Οι εφημερίδες της εποχής περιέγραψαν τη διπλή ανθρωποκτονία ως ένα από τα "πιο αποκρουστικά εγκλήματα στην ιστορία της Αυστραλίας". Εντύπωση προκάλεσαν οι εξαιρετικά ψύχραιμες έως απαθείς αντιδράσεις του δράστη. Όπως θα κατέθεταν οι αστυνομικοί, ο μοναδικός προβληματισμός του Στέλιου Ψυχήτα ήταν η έκταση της ποινής που θα του επιβαλλόταν, ενώ στην κατάθεσή του στο δικαστήριο ένας αστυνομικός ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος του είχε αναφέρει πως στην Ελλάδα "αν σκοτώσεις γυναίκα τρως τρεις μήνες"!

Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας το Μάρτιο του 1903 ο κατηγορούμενος δήλωσε "ένοχος", όμως ο δικαστής δεν έκανε δεκτή την ομολογία ενοχής με το επιχείρημα ότι αυτό θα ήταν "άδικο" για εκείνον, αφού κατ' αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά δεν είχε λόγο άμυνας στο δικαστήριο. Ωστόσο, δεν θα ζητούσε από τον κατηγορούμενο να καταθέσει αφενός λόγω της συντριπτικότητας των στοιχείων και αφετέρου γιατί εκείνος δεν μιλούσε καλά τα αγγλικά. Άλλωστε, είχε ήδη παραδεχτεί την ενοχή του, για την οποία δεν αμφέβαλε ούτε και ο αδερφός του, Γιάννης, στην κατάθεσή του στο δικαστήριο.

Οι ένορκοι δεν χρειάστηκαν περισσότερα από 10 λεπτά για να καταλήξουν στην απόφασή τους και να κρίνουν τον κατηγορούμενο ένοχο. Ανακοινώνοντας την ποινή στον ατάραχο συναισθηματικά Στέλιο Ψυχήτα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου απευθύνθηκε προς αυτόν:
"Δεν νομίζω ότι κάποιος, που άκουσε τα αποδεικτικά στοιχεία, θα μπορούσε να καταλήξει σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα και φοβάμαι πολύ ότι όχι μόνο η άτυχη σύζυγος του ίδιου σου του αδερφού, αλλά ακόμη και το παιδί του, πέθαναν από τα χέρια σου. Δεν ξέρω ποιο ήταν το κίνητρό σου ούτε και με πολυενδιαφέρει. Ο νόμος μου αφήνει μόνο μια ποινή να σου επιβάλλω και αυτή είναι η ποινή του θανάτου. Η ετυμηγορία του νόμου είναι ότι ότι θα επιστρέψεις στον τόπο κράτησής σου και σε χρόνο και τόπο που θα αποφασιστεί από το Συμβούλιο θα κρεμαστείς από το λαιμό μέχρι να πεθάνεις. Είθε ο Θεός να δείξει έλεος στην ψυχή σου".

Ωστόσο, όταν λίγες μέρες αργότερα το Συμβούλιο επικύρωσε την απόφαση του θανάτου δια απαγχονισμού, ο Στέλιος Ψυχήτας φαίνεται ότι κλονίστηκε για πρώτη φορά, κατέρρευσε και ξέσπασε κλάματα. "Δεν αλλάζει τίποτε. Ό,τι έγινε, έγινε" ήταν τα λόγια του σύμφωνα με τον αυστραλιανό τύπο.

Η εκτέλεση ορίστηκε για τις 8 το πρωί της 15ης Απριλίου στο Φρίμαντλ Γκάολ. Το προηγούμενο βράδυ, ο μελλοθάνατος Ψυχήτας άκουγε μέχρι τις 11 τις Παρακλήσεις του εφημέριου. Προηγουμένως του εξομολογήθηκε την ενοχή του και μάλιστα φέρεται να έκρινε "δίκαιη" την ποινή που του είχε επιβληθεί. Περιέγραψε τις συνθήκες του εγκλήματος ως εξής: "Σηκώθηκα στις 5 το πρωί [της 20ης Δεκεμβρίου] και ξαφνικά σκέφτηκα να σκοτώσω τη γυναίκα του αδερφού μου, που κοιμόταν. Γιατί σκότωσα το μωρό, δεν ξέρω, όμως εκείνο έκλαιγε και σκέφτηκα ότι νεκρό θα ήταν καλύτερα".

Επίσης, έκανε λόγο για ένα χρηματικό ποσό που του όφειλε ο αδερφός του, Γιάννης, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και δεν μπορούσε να του το επιστρέψει, ώστε ο Στέλιος αναγκαζόταν να παραμένει στο Λόουλερς παρά τη θέλησή του. Ωστόσο, δεν είναι σαφές πώς θα μπορούσε το συγκεκριμένο χρέος, αν όντως υφίστατο, να αποτελούσε κίνητρο για τη διάπραξη ενός τόσο φρικτού διπλού εγκλήματος. Αξίζει πάντως να επισημανθεί και μια αντίφαση, αφού σύμφωνα με τον ιατροδικαστή η δολοφονία της Σοφίας Ψυχίτα και του μωρού έγινε μεταξύ μεσάνυχτα και 4 το πρωί.

Το τελευταίο βράδυ της ζωής του, ο Στέλιος Ψυχίτας έγραψε τη διαθήκη του, με την οποία άφηνε το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο στον αγαπημένο του αδελφό Θεόδωρο, ενώ ως μοναδικό εκτελεστή της διαθήκης του όριζε το βρετανικό προξενείο στη Σύρο, απ' όπου και η καταγωγή της οικογένειας.Επίσης, έγραψε τρία γράμματα στα ελληνικά: στη μητέρα του, στον αδερφό του Θεόδωρο και στον αδερφό της Σοφίας, που ήταν παπάς στην Αθήνα.

Στις 00.45 κοιμήθηκε και ξύπνησε στις 5 το πρωί, οπότε κάπνισε το τελευταίο του τσιγάρο. Το πρωινό του αποτελούταν από λίγο ψωμί και τσάι. Λίγα λεπτά πριν τις 8 και αφού προηγουμένως αποχαιρέτισε τους συγκρατούμενούς του, που κι εκείνοι περίμεναν το τέλος τους τις προσεχείς ημέρες, ήρθαν οι φύλακες για να τον πάρουν.

Μεταφέρθηκε στον τόπο της εκτέλεσης. Τα τελευταία του λόγια ήταν: "Ζητώ από τον αδερφό μου να με συγχωρέσει". Το σήμα δόθηκε και ακολούθησε ο απαγχονισμός. Αρχικά, οι εφημερίδες έγραψαν ότι ο λαιμός του Ψυχίτα έσπασε αμέσως, ότι δηλαδή ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Μάλιστα, γράφτηκε ότι η εκτέλεσή του ήταν "η πιο καθαρή και η πιο γρήγορη που έλαβε χώρα στο Φρίμαντλ Γκάολ".

Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα θα γινόταν γνωστό ότι η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική, καθώς ο καρδιακός παλμός του Στέλιου Ψυχίτα χτυπούσε για 8 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα! Όπως θα παραδεχόταν και ο παρών στην εκτέλεση γιατρός Χόουπ "Δεν κρεμάστηκε σωστά. Όταν ένας άνθρωπος εκτελείται σωστά, ο θάνατος είναι στιγμιαίος. Όταν περνούν εννιά λεπτά προτού σταματήσει να χτυπά η καρδιά, τότε το κρέμασμα δεν έγινε επιδέξια".

Ήταν ο πρώτος Έλληνας μετανάστης στην Αυστραλία που κατηγορήθηκε για τη διάπραξη ανθρωποκτονίας και ο μοναδικός που τιμωρήθηκε σε θάνατο διά απαγχονισμού (από το 1629 μέχρι το 1967, οπότε απαγχονίστηκε ο τελευταίος Αυστραλός ποινικός κρατούμενος).

Περίπου ένα μήνα μετά την εκτέλεση, ο Γιάννης Ψιχίτας, μην μπορώντας να σηκώσει το βάρος της οικογενειακής τραγωδίας, εγκατέλειψε την Αυστραλία. Εθεάθη σ' ένα πλοίο με προορισμό τη Σιγκαπούρη, απ' όπου θα πήγαινε, όπως γράφτηκε, στην κεντρική Σιβηρία, θέλοντας να φύγει όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο. Τι ακριβώς απέγινε και αν όντως πήγε στη Σιβηρία ή κατέληξε κάπου αλλού, δεν είναι γνωστό. Έκτοτε τα ίχνη του χάθηκαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου