8 Φεβρουαρίου 2017

Ποια ήταν η αγγαρεία που αρνούνταν να κάνουν οι Έλληνες των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους και την έκαναν γι' αυτούς οι Μαλτέζοι

Η ταύτιση της Φιλιππινέζας με την παραδουλεύτρα και του Αλβανού με τον χαμάλη, τον άνθρωπο που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας όσες δουλειές σνομπάρουν οι - και καλά καλύτεροι - Ελληναράδες, αποτελούν δύο από τα στίγματα της σύγχρονης Ελλάδας, που φανερώνουν ότι οι Έλληνες είμαστε περισσότερο ρατσιστές απ' όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Ωστόσο αυτή η τάση να χρησιμοποιούμε τους ξένους για δουλειές που θεωρούμε κατώτερες και συνηθίζουμε να τις αποφεύγουμε ακόμη και σε περίοδο βαριάς οικονομικής κρίσης (πλην εξαιρέσεων φυσικά, μιας και τίποτα δεν είναι απόλυτο σ' αυτήν την ζωή), δεν είναι τόσο καινούριο φαινόμενο, αλλά κάτι αντίστοιχο παρατηρούταν ακόμη και στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους και πιο συγκεκριμένα στο πιο αναπτυγμένο μέρος του, το Ναύπλιο, την περίοδο που ήταν η πρωτεύουσα. Μόνο που τότε δεν υπήρχαν Αλβανοί για όλες τις δουλειές, αλλά Μαλτέζοι!

Μια εισαγωγή πρώτα, για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται:
Πριν έρθει ο Καποδίστριας στην Αίγινα το 1828, στις περιοχές που αποτελούσαν το ελληνικό κράτος δεν υπήρχαν άμαξες. Οι μεταφορές γίνονταν μόνο με άλογα, ενώ οι μοναδικοί τροχοί που αυλάκωσαν τα χώματα των περιοχών αυτών, ήταν οι τροχοί του λόρδου Έλγιν για τη μεταφορά των μαρμάρων, που ο ίδιος έκλεψε από τον Παρθενώνα. Αντίθετα, υπάρχουν μαρτυρίες για ύπαρξη αμαξών σε Θεσσαλία και Μακεδονία ήδη πριν την έναρξη της Επανάστασης του 1821. 

Όταν ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, μόλις η πόλη αυτή έγινε πρωτεύουσα του κράτους, δημιουργήθηκε και ο πρώτος αμαξιτός δρόμος, που ένωνε το Ναύπλιο με το Άργος. Οι μετακινήσεις γίνονταν με μια στενόμακρη άμαξα επτά θέσεων (θα λέγαμε ότι ήταν ένα είδος αμαξιτού λεωφορείου), την οποία έσερναν δύο ή τρία άλογα, οι επιβάτες πλήρωναν εισιτήριο και το ταξίδι ανάμεσα στις δυο γειτονικές πόλεις διαρκούσε μιάμιση ώρα!

Κατά τ' άλλα, ούτε άμαξες κυκλοφορούσαν ούτε καν δρόμοι της προκοπής υπήρχαν μέσα στις πόλεις, μηδέ του Ναυπλίου εξαιρουμένου. Και καλά, όταν ο καιρός ήταν καλός, δεν υπήρχε πρόβλημα. Μικρές ήταν οι πόλεις, συνηθισμένοι στην πεζοπορία ήταν οι άνθρωποι, δεν υπήρχε ζήημα. Τι γινόταν όμως, όταν έβρεχε και οι χωματόδρομοι γίνονταν αδιάβατοι λασπόδρομοι; 

Τότε αναλάμβαναν δράση οι χαμάληδες, άνθρωποι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και οι οποίοι μετέφεραν στους ώμους τους την αριστοκρατία της εποχής για ένα κομμάτι ψωμί. Υπήρχε όμως ένα θέμα. Οι χαμάληδες εκείνοι δεν ήταν Έλληνες, οι οποίοι απαξιούσαν να πέσουν τόσο χαμηλά κι ας είχαν ανάγκη τα χρήματα, αλλά επρόκειτο για Μαλτέζους, που είχαν βρει λιμάνι στην ελληνική πρωτεύουσας.

Αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία που κατέθεσε στα Απομνημονεύματά του, ο Λουδοβίκος Ρος, ο Γερμανός φιλέλληνας, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα και αργότερα θα γινόταν ο πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας και ο πρώτος Έφορος αρχαιοτήτων του ελληνικού κράτους. Ο Ρος, λοιπόν, θυμόταν:

"Το Ναύπλιο, την περίοδο αυτή είχε πολύ εξευρωπαϊστεί σε σχέση με το παρελθόν του, όμως είχε ακόμα πολλές ελλείψεις. Όταν επικρατούσε κακοκαιρία, όταν έβρεχε, δεν υπήρχε κανένα απολύτως μέσο για να επιχειρήσει κανείς επίσκεψη περνώντας από τα λοξά και γεμάτα βούρκο δρομάκια της πόλης. Διέτρεχε τον κίνδυνο να λερώσει τα παπούτσια του, ακόμα κι αν φορούσε τις καλύτερες γαλότσες. 
Αλλά η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται. Την εποχή εκείνη, είχαν μαζευτεί στο Ναύπλιο πολλοί Μαλτέζοι χαμάληδες, κουρελιάρηδες και πεινασμένοι. Αυτοί ήταν πάντοτε πρόθυμοι για κάθε δουλειά έναντι λίγων χάλκινων νομισμάτων, ακόμα και γι' αυτές που δεν καταδέχονταν να κάνουν οι Έλληνες συνάδελφοί τους. Ο συγκάτοικός μου βαρώνος Βίμπρα κι εγώ κατοικούσαμε σ' ένα στενότατο και πολύ βρώμικο δρόμο. Όταν, λοιπόν, θέλαμε να πάμε επίσκεψη, ντυνόμασταν καλά, βγαίναμε στο παράθυρο και φωνάζαμε "Μάλτα! Μάλτα!" κι αμέσως έτρεχαν στην πόρτα μας δυο ρωμαλέοι χαμάληδες, οι οποίοι μας έπαιρναν στη ράχη τους και μας κουβαλούσαν στο σπίτι που θέλαμε να πάμε. Έτσι πήγαμε πολλές φορές στις χορευτικές συγκεντρώσεις του κόμη Άρμανσμπεργκ. 
Οι άνθρωποι αυτοί λαχάνιαζαν κάτω από το βάρος του σώματός μας, γαργαλίζοντας σαν καμήλες στους τραχείς και σχεδόν αράπικους λάρυγγές τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μερικοί από τους περιηγητές, που επισκέφτηκαν το Ναύπλιον, διέδωσαν σαν αστείο ότι στις συγκεντρώσεις της ελληνικής πρωτεύουσας, οι άνθρωποι πηγαίνουν με... καμήλες! Το "πλοίο της ερήμου" στην προκειμένη περίσταση δεν ήταν παρά οι Μαλτέζοι παρίες". 

Οι Μαλτέζοι, λοιπόν, ήταν οι Αλβανοί του 1830. Πόσο διαφορετική όμως είναι στην ουσία της η αντίληψη του Έλληνα του 1830 με αυτήν του Έλληνα του 21ου αιώνα; Δυστυχώς, όχι και πολύ διαφορετική. Όχι όσο θα θέλαμε ή θα έπρεπε να είναι, αν αναλογιστεί κανείς πόσες δεκαετίες - σχεδόν δυο αιώνες! - έχουν περάσει...



Παραπλήσια ταξίδια στο χρόνο:
-- Το πρώτο θανατηφόρο τροχαίο (από άμαξα), που καταγράφηκε στον αθηναϊκό τύπο το Φεβρουάριο του 1870. Ο νεκρός ήταν από τα επιφανέστερα πρόσωπα της εποχής
-- Οι πρώτες κοσμικές εκδηλώσεις στο ελληνικό κράτος το 1828.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου