7 Απριλίου 2017

Η πρώτη ανύψωση και πτήση αερόστατου στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1890. Η πρώτη περιγραφή της Αθήνας από ψηλά

Το 1786, ο Αδαμάντιος Κοραής πληροφορούσε τον φίλο του Πρωτοψάλτη, για το "περίεργον" αλλά και "οφελείας άξιον μετά καιρόν" εύρημα των αδερφών Μογκολφιέρι, που δεν ήταν άλλο από το αερόστατο. Εκατόν τέσσερα χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 1890, το αερόστατο θα γινόταν για πρώτη φορά από κοντά αντικείμενο θαυμασμού από τους κατοίκους της Αθήνας, οι οποίοι για πρώτη φορά στην ζωή τους θα έβλεπαν ανύψωση της τόσο παλιάς αυτής εφεύρεσης. Ήταν η πρώτη ανύψωση αερόστατου στα όρια του ελληνικού κράτους και αυτό οφειλόταν στον Έντουαρντ Σπελτερίνι.

Ο ελβετικής καταγωγής, αλλά ουσιαστικά μεγαλωμένος στην Ιταλία, Έντουαρντ Σπελτερίνι υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του αερόστατου. Το 1887 απέκτησε το πρώτο αερόστατο ιδιοκτησίας του, στο οποίο έδωσε το ελληνικό όνομα "Ουρανία". Ταξίδεψε σε διάφορα σημεία της ευρωπαϊκής ηπείρου κάνοντας επιδείξεις πτήσεων με αερόστατο, ενώ την άνοιξη του 1890 έφτασε και στα Βαλκάνια, επισκεπτόμενος τόσο την - τουρκοκρατούμενη τότε - Θεσσαλονίκη, όσο και την ελεύθερη Ελλάδα. Για πρώτη φορά οι κάτοικοι της Αθήνας θα έβλεπαν την ανύψωση ενός αερόστατου και ελάχιστοι θα είχαν την τύχη να γίνουν οι πρώτοι Έλληνες που είδαν από ψηλά την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, που φυσικά ελάχιστη σχέση είχε σε σχέση με τη σημερινή της εικόνα.
Η πρώτη ανύψωση του αερόστατου "Ουρανία" πραγματοποιήθηκε γύρω στις 5 το απόγευμα της 3ης(/15ης) Απριλίου 1890 σε μια μάνδρα απέναντι από την πλατεία Ωδείου, επί της οδού Πειραιώς. Ήδη όμως από τις 3 η ώρα, η περιοχή είχε γεμίσει από κόσμο, καθώς πολλοί είχαν την περιέργεια και ήθελαν να παρακολουθήσουν όλη την προετοιμασία της πτήσης υπό τους ήχους μουσικής. Από θαύμα αποφεύχθηκε κάποιο δυσάρεστο ατύχημα, καθώς πολλοί θεατές κρατούσαν αναμμένα τσιγάρα αγνοώντας τον υπαρκτό κίνδυνο πρόκλησης κάποιας ανάφλεξης. 
Στο αερόστατο ανέβηκαν ο Σπελτερίνι, κάποια Αδέλλα Μαρτέν, η οποία ήρθε από το Κάιρο ειδικά για την ανύψωση και την πτήση του αερόστατου, οι αδερφοί Στέφανος και Αναστάσιος Μεταξάς (ανθυπίλαρχος και μηχανικός του δήμου αντίστοιχα), ο μηχανικός του ναυτικού, Αιμίλιος Προσαλέντης, ο γιατρός Δρακόπουλος και ένας συντάκτης της ξένης εφημερίδας "Θεατής της Ανατολής" ονόματι Τζέιμς. Οι αδερφοί Μεταξά, ο Προσαλέντης και ο Δρακόπουλος ήταν οι πρώτοι Έλληνες που πέταξαν πάνω από την Αθήνα.


Δημοσιεύματα, η καλή προαίρεση και η αξιοπιστία των οποίων αμφισβητούνται, υποστήριζαν ότι ο Σπελτερίνι ζητούσε εισιτήριο 100 χρυσών φράγκων σε όποιον επιθυμούσε ν' ανέβει στο αερόστατο. Εισιτήριο - σαφώς μικρότερης αξίας - πλήρωσαν και όσοι επιθυμούσαν να παρακολουθήσουν όλη την προσπάθεια από κοντά, αν και ο χώρος ευνοούσε τους εκ πεποιθήσεως τζαμπατζήδες. Όπως σημείωνε και μια εφημερίδα της εποχής, "ο Ρωμηός όταν γνωρίζη ότι δύναται να απολαύση ενός θεάματος απληρωτί, δεν κάμνει την τρέλλαν να πληρώση". Έτσι, οι εξώστες των διπλανών σπιτιών ήταν γεμάτες από κόσμο, που είχε την περιέργεια να δει από κοντά - και πάνω απ' όλα τζάμπα - το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα. Σύμφωνα με ένα δημοσίευμα, στην πλατεία Ωδείου και στους γύρω δρόμους είχαν μαζευτεί περισσότεροι από 30.000 θεατές. 
Το ενδιαφέρον του κόσμου ήταν τόσο μεγάλο, ώστε η πτήση του αερόστατου είχε αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πρωταπριλιάτικα δημοσιεύματα από μερίδα του τύπου. Για παράδειγμα, η Εφημερίς ανακοίνωνε ότι ο δήμαρχος της Αθήνας, Τιμολέων Φιλήμων, θα ήταν δήθεν ένας από τους πρώτους επιβάτες της Ουρανίας και ότι μάλιστα είχε πληρώσει προκαταβολικά μέρος του πανάκριβου εισιτηρίου. Η Ακρόπολις πάλι ανέφερε ότι την προηγούμενη μέρα, που συμπτωματικά ήταν Μ. Σάββατο, ο ποιητής Γεώργιος Σουρής πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να αποχαιρετήσει γνωστούς και αγνώστους, καθώς υποτίθεται ότι θα ήταν κι αυτός ένας από τους επιβάτες του αερόστατου και μάλιστα πολύ φοβισμένος.
Αν πιστέψουμε τα ρεπορτάζ του τύπου, κατά την ανύψωσή του το αερόστατο λίγο έλειψε να προσκρούσει σε μια παρακείμενη οικία, όμως αυτό αποφεύχθηκε. Όταν το αερόστατο έφτασε σε ύψος 1000 μέτρων άρχισε το ταξίδι του διερχόμενο πάνω από τη Βάθη και κατευθυνόμενο στα Πατήσια, ενώ κατά τις 7 κατήλθε σ' έναν από τους λόφους πίσω από το Λυκαβηττό.

Ο Τζέιμς περιέγραψε την εμπειρία του ως εξής (πηγή: σχετικό δημοσίευμα της Εφημερίδος):
"Μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι οι αεροπόροι δεν είχαν χρόνο να δοκιμάσουν ούτε την ελάχιστη συγκίνηση, γιατί ο καθένας είχε να εκτελέσει το ρόλο του στην αεροπορία: να κρατήσει το σκοινί, να αδειάσει το σάκο του έρματος σε περίπτωση ανάγκης (έρμα ονομαζόταν το πρόσθετο βάρος που τοποθετούταν είτε στα πλοία για να αυξηθεί η ευστάθειά τους είτε στα αερόστατα για να ρυθμίζεται η ανύψωσή τους), ούτως ώστε πριν ακόμη σκεφθούμε ότι βρισκόμαστε μεταξύ ουρανού και γης, ανεβήκαμε σε ύψος 1400 μέτρων. Αλλά από το ύψος εκείνο τι μαγευτικό θέαμα! Τα σπίτια έμοιαζαν με παιχνίδια, οι δε άνθρωποι φαίνονταν σαν μυρμήγκια. Επί ένα τέταρτο της ώρας, το αερόστατο ακολουθούσε τη διεύθυνση του σιδηροδρόμου Λαυρίου. Μετά, θέλοντας να αλλάξει διεύθυνση, ο κυβερνήτης έριξε ικανό έρμα και η αεροπόρος σφαίρα υψώθηκε ακόμη 400 μέτρα. Εκεί οι αεροναύτες συνάντησαν άλλο ρεύμα αέρα, το οποίο τους έφερε προς το Πεντελικό.
Αλλά επειδή το έρμα είχε εξαντληθεί, ενώ ουδείς των επιβατών προσφέρθηκε να πέσει από τη λέμβο για να ελαφρύνει το αερόστατο, αποφασίσθηκε η κατάβαση και ο κυβερνήτης επέλεξε γι' αυτό μια πεδιάδα κοντά στο Χαλάνδρι. Η δικλείδα ανοίχθηκε, η κατάβαση έγινε πολύ ήρεμα και οι αεροπόροι αποβιβάστηκαν χωρίς να αισθανθούν τον παραμικρό κλονισμό. Αλλά πριν κατεβούν, παρατήρησαν κόσμο, ο οποίος έτρεχε προς το μέρος τους με τα πόδια, πάνω σε άλογα, σε άμαξες, σε μουλάρια. Για μια στιγμή, οι αεροναύτες κάπως ταράχτηκαν, ενθυμούμενοι τους αγαθούς χωρικούς που είχαν πέσει με δρεπάνια και ξύλα κατά της αεροπόρου σφαίρας των αδελφών Μογκολφιέρι. Αλλά βλέποντας ότι κανείς από τους προστρέχοντες δεν έφερε μαζί του κάποιο παρόμοιο εργαλείο, καθησυχάστηκαν. Το αερόστατο κατέπεσε ανάμεσα σε πλήθος ειρηνικό, αν και έκπληκτο μπροστά στη θέα του εναέριου τέρατος και όλοι οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, ας λεχθεί προς τιμή τους, συνέδραμαν στην εκκένωση του αερόστατου με αξιοσημείωτη προθυμία, τάξη και δεξιότητα. Ο συμπαθής βιολιστής κ. Ανεμογιάννης προσέφερε φιλόφρονα την άμαξά του στους αεροπόρους για να επανέλθουν στην Αθήνα. Το εναέριο ταξίδι διήρκεσε μία ώρα και ένα τέταρτο. Η εκκένωση της αεροπόρου σφαίρας μία ώρα, ώστε οι αεροναύτες επανήλθαν στην Αθήνα γύρω στις 9.

Στις 7 Απριλίου και γύρω στις 5.30 το απόγευμα (με μιάμιση ώρα καθυστέρηση απ' ό,τι αρχικά είχε προγραμματισθεί) πραγματοποιήθηκε μια δεύτερη πτήση. Ως τόπος της απογείωσης επιλέχθηκε ένα οικόπεδο επί της οδού Κηφισίας, δίπλα στην οικία Στέφανου Ψύχα. Πρόκειται για το Μέγαρο Ψύχα, όπου σήμερα στεγάζεται η ιταλική πρεσβεία επί της - μετονομασθείσας  - λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας.
Στη δεύτερη αυτή πτήση της "Ουρανίας" μαζί με τον Σπελτερίνι ανέβηκαν ο στρατιωτικός ακόλουθος της τουρκικής πρεσβείας, Σεϊφουλλάχ βέης, ο ακόλουθος της ιταλικής πρεσβείας, Βικέντιος Πιζόνη, δύο μηχανικοί της εταιρίας του αεριόφωτος και ο Νικόλαος Σπανδωνής, συντάκτης της "Ακροπόλεως", ο μοναδικός Έλληνας σ' αυτήν την πτήση, ο οποίος την επομένη θα περιέγραφε τις δικές του εντυπώσεις από το ταξίδι με την "Ουρανία, την οποία σε κάποιο σημείο παρομοίαζε - παραδόξως - με την "κιβωτό του Νώε".

Ακολουθεί ένα εκτενές απόσπασμα από την περιγραφή του Σπανδωνή, το κομμάτι από τη στιγμή που δόθηκε το παράγγελμα για την ανύψωση του αερόστατου μέχρι το τέλος του περιπετειώδους ταξιδιού πάνω από την πόλη:

[...] - Άπωσον! εκραύγασε διατόρως ο κ. Σπελτερίνης και οι ναύται και στρατιώται αφήκαν τα σχοινία και το αερόστατον υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου και τας ζητωκραυγάς του λαού ήρξατο ανυψούμενον.
Κρατούντος διά της αριστεράς χρονόμετρον και διά της δεξιάς τελειότατον υψομετρικόν βαρόμετρον του συνταγματάρχου Γκουλιέ, υπελογίσαμεν την ταχύτητα της πρώτης αναβάσεως. Εν διαστήματι τριών λεπτών εξήρθημεν εις ύψος 300 μέτρων, μεθ' ο το αερόστατον ταλαντευθέν έστη (=στεκόταν) επί τινα δευτερόλεπτα.
Επωφεληθείς της βραχυτάτης ταύτης ακινησίας, έρριψα βλέμμα προς τα κάτω. Το θέαμα ην αληθώς εκπάγλου και πρωτοτυπωτάτου κάλλους και εκπληκτικότητος. Αι Αθήναι, η λευκή πόλις, εξηπλούτο κάτωθεν ως μακρά πάλλευκος οθόνη, διατεμνομένη υπό μακρών, βραχέων, κανονικών και ακανονίστων γραμμών, εφ' ων μελανά σημεία υπεδήλουν τους ανθρώπους και τας αμάξας. Εν τούτοις με τους γυμνούς οφθαλμούς τα πάντα σαφέστατα διεκρίνοντο και αν δεν ηδύνατο τις να αναγνωρίση μορφήν τινα, αντελαμβάνετο όμως άριστα και την κίνησιν του πλήθους και την των οδών διεύθυνσιν.
Οικοδομήματά τινα διεγράφοντο ως άριστα, η δε των αμαξών κίνησις επί της οδού Σταδίου ην λίαν καταφανής. Παράδοξον ην το θέαμα του Λυκαβηττού μετά του επ' αυτού ναϊδρίου και της μυρμηκυιάς των ανθρώπων. Προσωμοίαζε προς κώνον σακχάρεως αποκεφαλισμένον.
Συγκεχυμένος λίαν ο του πλήθους θόρυβος ανήρχετο, ως και αι ζητωκραυγαί των χιλιάδων λαού, οίτινες μετέβαλλον εις μέλαιναν γραμμήν την πλατυτάτην οδόν Κηφισσίας.
Εν τη καλαθίδι πλήρης σιγή επεκράτει, η θερμότης ην λίαν ισχυρά, και οσμή διαφεύγοντος φωταερίου επλήρου αυτήν.
Πάντες παρετηρούμεν εταστικώς (=εξεταστικά) τα κάτωθεν ημών, ενώ ο κ. Σπαλτερίνης επί των σχοινίων παρετήρει ανησύχως την περικυκλούσαν αυτόν ατμοσφαίραν, ως ο πλοίαρχος διερευνά διά του βλέμματος αυτού τα βάθη του ορίζοντος.
Από 560 μέτρων.
Αίφνης ο κ. Σπελτερίνης ερωτά ημάς:
- Εις τι ύψος ευρισκόμεθα.
- 560 μέτρα δεικνύει το βαρόμετρον.
- Παράδοξον· αναβαίνομεν πολύ αργά. Ο δε άνεμος είνε τόσον αδύνατος, ώστε μόλις κινούμεθα - προσέθηκεν ανησύχως, ο εμπειρότατος και αληθώς επιστήμων αεροναύτης κ. Σπελτερίνης. Και πράγματι η ανάβασίς μας ην βραδυτάτη. Είχον παρέλθει 4 λεπτά και ευρισκόμεθα εις ύψος 560 μέτρων, το δ' αερόστατον μόλις είχε κινηθή Ν.Δ. στραφέν προς τον Λυκαβηττόν.
- Δώσατέ μου ένα σάκκον! ανέκραξε και εκένωσεν αυτόν επί των κεχηνώς (=με ανοιχτό το στόμα) θεωμένων ημάς κάτωθεν χιλιάδων λαού.
- Και άλλον!
Και εκένωσεν εκ νέου.
50 οκάδες άμμου ηλάφρυναν το αερόστατον, όπερ ισχυρώς ταλαντευθέν ευρέθη αίφνης εις ύψος 930 μέτρων.
Προς την θάλασσαν! Προς την θάλασσαν!
Από του ύψους των 930 μέτρων και η θέσις ημών και αι εντυπώσεις και το κάτωθεν θέαμα ολοτελώς μετεβλήθησαν.
Αι Αθήναι συνεφύροντο εν τω δαιδάλω των πλατειών και των οδών των· μετά μεγίστης δυσκολίας ο Λυκαβηττός και η Ακρόπολις διεκρίνοντο, ως ελάχιστα υψώματα, παρόμοια το πολύ, πολύ προς το Πανεπιστήμιον εν τω φυσικώ του μεγέθει.
Αν όμως ούτω το επί των Αθηνών θέαμα εσμικρύνθη και εξεμηδενίζετο, η των πέριξ όμως θέα εξήρετο εις ύψος και κάλλος θαυμάσιον. Ο Πάρνης και η Πεντέλη, ως δύο κώνοι, υπεφαίνοντο, ενώ ο οφθαλμός υπερπηδών αφ' ενός τον Υμηττόν διέκρινε τον Σαρωνικόν, επεκτεινόμενος δε έβλεπε καθαρώς την Ευβοϊκήν θάλασσαν, τον Μαραθώνα. Μόνον προς το μέρος της Πελοποννήσου ένεκεν της ομίχλης η  θέα συνεκαλύπτετο και ο οφθαλμός μετά πόνου διέκρινε τας υψηλάς κορυφάς του Ακροκορίνθου και των λοιπών ορέων.
Εις το μέγα εκείνο ύψος έστη και πάλιν το αερόστατον, είτα ταλαντευθέν εστράφη προς νότον!
- Προς την θάλασσαν! προς την θάλασσαν! ανέκραξε περίφροντις ο κ. Σπελτερίνης. Προς την θάλασσαν φερόμεθα. Μα τι διάβολο ατμοσφαίρα είνε αυτή! Μα πώς αλλάζουν τα ρεύματα εις τον τόπον σας!
Και πράγματι ισχυρόν ρεύμα από βορρά προς Ν.Δ. πνέον προσέκρουεν επί του αεροστάτου και ώθει ισχυρώς τον μέγαν αυτού όγκον.
- Πρέπει να προφθάσωμεν να καταβώμεν· άλλως με την δύναμιν που έχει αυτό το διαβολο-ρεύμα εις 1/4 θα κολυμβώμεν! ανέκραξεν ο κ. Σπελτερίνης. Και εφερόμεθα προς νότον και διηρχόμεθα εις ύψος 900 μέτρων την οδόν Κηφισσίας, τα Ανάκτορα μετά του προς αυτόν κήπου και της πλατείας, φαινόμενα ως εν καλειδοσκοπίω και υπερνέφελον επεβλέπομεν από τοιούτου ύψους την Πλάκαν.
Ο κίνδυνος.
Αίφνης περιεργότατον φαινόμενον επαρουσιάσθη. Ένεκεν αγνώστου λόγου, εν διαστήματι δύο και ημίσεως λεπτών κατήλθομεν 250 μέτρα και εξηκολουθήσαμεν κατερχόμενοι βιαίως.
- Κενώσατε σάκκους! ανέκραξεν επιτακτικώς ο κ. Σπελτερίνης. Και επτά σάκκοι εκενώθησαν εν ακαρεί (=στη στιγμή) επί των κάτωθι θεωμένων Πλακιωτών, οίτινες δυσαρέστως βεβαίως εδέχθησαν την πρωτότυπον ταύτην βροχήν.
Και μόλις ταύτα κατηρχόμεθα και μετά τοσαύτης μάλιστα ταχύτητος, ώστε προς στιγμήν η άμμος κενωθέντος σάκκου προσέβαλε τους οφθαλμούς μας.
- Δεν ήμεθα και τόσον καλά! είπε σύνοφρυς ο κ. Σπελτερίνης. Ας κρατήση τις το συνέχον την άγκυραν σχοινίον, οι δε λοιποί ετοιμάσατε τους υπολειπομένους σάκκους. Εν ανάγκη, θα ρίψωμεν ό,τι περιέχει η καλαθίς.
Όλα αυτά εγένοντο ακαριαίως, αλλά και αι σκέψεις και αι συγκινήσεις μεθ' όλην την ταχύτητα αυτών είνε αρκούντως ισχυραί. Ευρισκόμεθα άνωθεν ακριβώς εις τα Αναφιώτικα εις ύψος 350 μέτρων, μακράν παντός ανθρωπίνου όντος, εντός λεπτοτάτης καλαθίδος, άνευ ουδεμιάς ελπίδος βοηθείας των κάτωθεν ημάς εναγωνίως θεωμένων, φερόμενοι άγνωστον πού, εξαρτώμενοι από την ιδιοτροπίαν τεμαχίου μετάξης περικλείοντος εν των ελαφροτάτων ακρίων, σχεδόν άνευ έρματος. Όλα αυτά δεν ήσαν πολύ φαιδρά. Είχομεν πλήρη πεποίθησιν επί τον πλοίαρχόν μας, αλλά και ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός. Να πέση κανείς επί των βράχων από ύψους 350 μέτρων, δεν πιστεύω να ήνε πολύ διασκεδαστικόν πράγμα και άκων ενθυμήθην την συμβουλήν, ην δίδει ο Αριστοφάνης προς τι πρόσωπον της κωμωδίας του, ότι ο συντομώτερος διά τον Άδην δρόμος είνε από τα σύννεφα!
Υπέρ την Ακρόπολιν.
Όλα αυτά διήρκεσαν το πολύ τρία λεπτά και κατελθόντες εις ύψος μόνον 100 μέτρων ωθούμενοι υπό ελαφρού ρεύματος ηρξάμεθα διερχόμενοι υπέρ την Ακρόπολιν.
Η στιγμιαία εκ της ταχίστης καταπτώσεως συγκίνησις διελύθη προ του αμιμήτου, αληθώς απροσπελάστου κάλλους θεάματος. Ο θείος βράχος εν πάση τη υπερνεφέλω αυτού αίγλη διεγράφετο κάτωθεν ημών. Τα Προπύλαια, ο Παρθενών, ο Ναός της Απτέρου Νίκης καθέτως θεώμενα εφαίνοντο ως πάλλευκα αθύρματα (= παιχνδάκια) με τους κιονίσκους των και τας βάσεις των. Ουδέποτε αντελήφθημεν κάλλιον το όλον της Ακροπόλεως σχέδιον τοσούτον καλώς, όσον χθες, και ουδέποτε ανεγράφη αύτη εις τα εκπεπληγμένα ημών όμματα εν τοιαύτη φανταστική όλως αίγλη. Προς στιγμήν εφαίνετο αύτη αναζήσασα και τα μνημεία αυτής επανακτήσαντα το αρχαίον αυτών άρτιον κάλλος.
Η κάθοδος.
- Ρίψατε, μας είπε μειδιών ο κ. Σπελτερίνης, εν τελευταίον βλέμμα επί των Αθηνών· εντός ολίγου κατερχόμεθα.
Και διευθυνόμενοι προς την Καλλιθέαν, ηρξάμεθα κατερχόμενοι ήρεμα.
Πανταχόθεν το πλήθος εν αμάξαις, έφιππον, πεζή, συνέρρεε, παρακολουθούν ημάς και θέλον να μαντεύση πού θα κατέλθωμεν.
Μακρόν εις το Φάληρον εβλέπομεν τον κόσμον συνηθροισμένον και ατενίζοντα προς ημάς, ενώ λέμβοι πολλαί εκινούντο, όπως εν τη προθύμω σκέψει να φανώσιν ημίν αρωγοί εν περιπτώσει πτώσεως εις την θάλασσαν.
- Βλέπετε εκείνο το κίτρινο χωράφι; μας λέγει ο κ. Σπελτερίνης· εκεί θα κατέλθωμεν.
Διερχόμεθα το μνημείον του Φιλοπάππου, τα σφαγεία και ευρισκόμεθα άνωθεν του υποδειχθέντος μέρους εις ύψος 40 μέτρων.
- Κρεμασθήτε από τα σχοινιά! κραυγάζει ο κ. Σπελτερίνης και ρίπτει την άγκυραν.
Μετά 1 λεπτόν ηγγίσαμεν επί της γης· είτα ανήλθομεν και πάλιν, εταλαντεύθημεν και τέλος συγκρατηθέντες υπό της αγκύρας  ηράξαμεν.
Ουδείς δονισμός, ουδείς κρότος· ενομίσαμεν ότι επατήσαμεν επί τάπητος.
Εις 12 λεπτά διηνύσαμεν 3 1/2 χιλιόμετρα· μετά 4 λεπτά θα ευρισκόμεθα εν θαλάσση.
- Ζήτω του κ. Σπελτερίνη! εκραυγάσαμεν πάντες, κενώσαντες φιάλας ζύθου.
Ζήτω του λαμπρού αεροναύτου, ζήτω του· του αξίζει, καθότι παρέσχεν ημίν εν (=ένα) των ωραιοτάτων θεαμάτων, εξ όσον ποτέ απηλαύσαμεν, ηδονήν μοναδικήν εν τω νευρικώ και μονοτόνω βίω μας.

από το Άστυ της 15.04.1890


Μπορεί, όπως είδαμε, παράπλευρα θύματα του αερόστατου να ήταν οι χιλιάδες Αθηναίοι πολίτες, στα κεφάλια των οποίων έπεφτε η σκόνη από το αερόστατο, κάθε φορά που οι αεροναύτες ξεφορτώνονταν έρματα, όμως για τον "Μαύρο Γάτο" της σατιρικής εφημερίδας Το Άστυ, το αερόστατο ήταν μια κάποια λύση, ώστε να ξεφύγει από την αφόρητη σκόνη, που αποτελούσε μάστιγα για τους δρόμους της πρωτεύουσας:
ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΠΕΛΤΕΡΙΝΗΝ
Αεροναύτα ένδοξε, μια χάρι σου ζητώ:
Να μ' έπαιρνες για μια στιγμή κι εμένα στο μπαλόνι
Και πλειο ψηλά να μ' έφερνες κι από τον Υμηττό
Για να γλυτώσω απ' αυτήν των Αθηνών την σκόνη!

Ενώ σήμερα συνηθίζουμε να "απειλούμε" τους πολιτικούς ότι "θα φύγουν με ελικόπτερο", το Άστυ πρότεινε στον αρχηγό της αντιπολίτευσης Θεόδωρο Δηλιγιάννη να αποδράσει με την Ουρανία!
από το Άστυ της 01.04.1890

Η πτήση του αερόστατου δεν μπορούσε να μείνει ασχολίαστη από τον Γεώργιο Σουρή, ο οποίος φαντάστηκε τον Φασουλέτο του ν' ανεβαίνει στο αερόστατο. Κάποια εκτενή αποσπάσματα από την εφημερίδα του, Ρωμηός:

Πετώ καθώς ο Ίκαρος στων ουρανών τους θόλους...
αφήνω γεια στους φίλους μου και στους δικούς μου όλους.
Δεν ειμπορώ τα βάσανα του κόσμου να βαστάξω,
ως αετός επιθυμώ εις ύψη να πετάξω...
δεν θέλω πλέον, αδελφοί, να μείνω εδώ πέρα,
των μετεώρων λαχταρώ τον καθαρόν αέρα.

Η γη μου φαίνεται μικρά και διόλου δεν μ' αρέσει,
δεν ειμπορεί του Φασουλή τας σκέψεις να χωρέσει.
Εις τον αέρα έτρεξα πολλάκις με τον νου,
μα τώρα θέλω ν' ανεβώ ψηλά και με το σώμα,
να πλανηθώ στον γαλανό αιθέρα τ' ουρανού
και σεις να με κοιτάζετε με ανοικτό το στόμα.

Απηύδησα εις τ' αγαθά του κόσμου εντρυφών
και των Ελλήνων να υμνώ το κλέος το παντοίον...
θέλω να γίνω κύριος προς ώραν των νεφών,
εις ρεύματα ν' αφήνομαι ανέμων εναντίων
τον σμερδαλέον (=φοβερό) κεραυνόν από κοντά ν' ακούσω,
και όλο το Ρωμαίικο πατόκορφα να λούσω.

Εμπρός, εμπρός.. ο Φασουλής τα πάντα φασκελώνει
κι επάνω εις τα σύννεφα τραβά με το μπαλόνι.
Αδέλφια, συχωράτε τον και ο θεός σχωρέσοι,
διότι ενδεχόμενον ο δυστυχής να πέσει,
κι ενώ ταχύς διέρχεται τους ουρανίους δρόμους
να ευρεθεί στων Αθηνών τας νέας υπονόμους.

Εκείνος που ελεύθερος εις τους αέρας τρέχει
σας βεβαιώνω πως ζωής ασφάλεια δεν έχει.
Ενώ προς τ' άστρα φέρεται με σώμα και με πνεύμα
τον παρασύρει έξαφνα σφοδρών αέρων ρεύμα,
ή στα καλά καθούμενα παίρνει φωτιά το γκάζι
κι ανάποδα κατρακυλά κι ο κόσμος κάνει χάζι.
.......................

Σας χαιρετώ από  ψηλά με κάτασπρο μαντήλι...
ο ουρανός τριγύρω μου γυρίζει σαν σφοντύλι,
ως κόκκος τις συνάπεως μου φαίνεται η σφαίρα...
τι διάβολο μου κάπνισε ν' ανέβω στον αέρα;
Ξεμυαλισμένε Φασουλή, που πέταξες στα ύψη,
με λύπη μου παρατηρώ πως τώρα θα σου στρίψει.
Ιδού! πετώ ακράτητος... ριγώ... τα κακαρώνω...
ε! σεις από τον Σείριο, ε! σεις από τον Κρόνο,
πώς είσθε στην υγείαν σας;.... εμείς πολύ καλά...
η του Τρικούπη προκοπή μας πήρε τα μυαλά...
μ' εμπούχτισε η πρόοδος, η δόξα και η πάστρα,
και τώρα έρχομαι κι εγώ να κουτουλήσω τ' άστρα.

Ω κάτοικοι αόρατοι των φωτεινών αστέρων,
ιδέτε με ως Ίκαρον επάνω των αέρων,
και σας θα κατακτήσωμεν με τους σιδηροδρόμους
και θα σας κυβερνήσωμεν με τους δικούς μας νόμους.
Στην πρώτην του κατάστασιν ο κόσμος δεν θα μείνει...
ιδού! ιδού! εκεί μακράν κοράκων μαύρα σμήνη...
διέρχονται πλησίον μου... κρωγμούς αγρίους βάλλουν...
παρόλ ντοννέρ μου φαίνεται την δόξα μας πως ψάλλουν...
θαρρώ κι οι κόρακες αυτοί Τρικουπικοί πως είναι....
ευοί! χρυσούν πτολίεθρον, αθάνατοι Αθήναι!
.............................

Ο Φασουλέτος ταξιδεύει με το αερόστατο!
______________________________________

Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Μπορεί η πτήση της "Ουρανίας" στον αττικό ουρανό να ήταν η πρώτη πετυχημένη ανύψωση αερόστατου στον εναέριο χώρο του ελληνικού κράτους, όμως η πρώτη, αποτυχημένη απόπειρα ανύψωσης και πτήσης με αερόστατο στον ελλαδικό χώρο έγινε πολλά χρόνια νωρίτερα στην περιοχή των Ιωαννίνων το 1803, όταν στην περιοχή δέσποζε ο περιβόητος Αλή Πασάς.
Ένας χρυσοχόος από το Συράκο, ο Παχώμης (ή Μπαχώμης), κατασκεύασε ένα αερόστατο δικής του έμπνευσης με την οικονομική συνδρομή του Αλή Πασά. Ωστόσο, την ημέρα που είχε προγραμματιστεί το μεγάλο γεγονός της ανύψωσης του αερόστατου και ενώ χιλιάδες είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία, όπου όλα ήταν έτοιμα για την ανύψωση, ένας από τους βοηθούς του Παχώμη προκάλεσε μια ανάφλεξη, που κατέστρεψε ολόκληρο το αερόστατο. Ο Αλή Πασάς δεν δέχτηκε να ξαναενισχύσει οικονομικά τον Παχώμη και κάπως έτσι δεν προχώρησε η αεροναυτική στην περιοχή.
Το τραγελαφικό αυτό περιστατικό καταγράφηκε από τον σατιρικό ποιητή Γιάννης Βηλαρά, που εκείνη την εποχή ζούσε στα Γιάννενα.
Ίκαρος νέος με νέον τρόπον 
θέλει πετάξει σ' τούτον τον τόπον.
Τρεχάτε, κόσμε, ως πότε αργείτε;
Να, η παράταξη, συναθροισθείτε!

Μπρε τι παράταξη, τι κόσμου πλήθος!
να κι ο Μπαχώμης, με γλυκόν ήθος,
γλήγορα-γλήγορα πάντων προβαίνει
και εις τους ώμους του το βάρος φέρνει.

Τον βοηθάει αριστερόθεν
ο Γιώργης Γκιούρτσης και δεξιόθεν
ο κυρ Δημήτρης τ' αντισηκώνει,
πάντα το βάρος του διορθώνει.

Ο Κοντογιάννης εις το κεφάλι
γεμάτο κάρβουνα ένα μαγκάλι,
και δέκα βλάχοι ακολουθούσι
και ο καθένας κάτι βαστούσι.

 Τρίχες, παλούκια, τσαπιά και φτιάρια
περώνια, αρίδες, χονδρά σκαπάρνια,
σακιά με πίσα και με κατράμι
και δυο ζαλίκια λιανό καλάμι...

Πλήθος παιδίων τους τριγυρίζουν,
χορεύουν, ρίχνονται  και τους σφουρίζουν.
..........................................
Ακολουθεί κωμική περιγραφή των προσπαθειών να φουσκώσει το μπαλόνι του αερόστατου και στο τέλος, όταν ο Μπαχώμης δίνει το παράγγελμα στους βοηθούς του να κόψουν τα σχοινιά κι εκεινοι από λάθος προκαλούν πυρκαγιά, ο Βηλαράς γράφει:
Γυρίζει η σφαίρα όλη άνω-κάτω,
κι ευθύς ανάπτει από τον πάτο...
η σφαίρα έπιασε, άναψε, εκάη,
καλό ξημέρωμα, σαν κάηκε ας πάει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου