26 Φεβρουαρίου 2018

Ένα εξοργιστικό ποίημα για τη Σπιναλόγκα το 1914

Είναι το πιο εξοργιστικό ποίημα που έχω διαβάσει στην ζωή μου (χωρίς βέβαια αυτό ν' αποκλείει την ύπαρξη ακόμη πιο εξοργιστικών ποιημάτων). Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ίδη του Ηρακλείου το Μάιο του 1914 και αφορά τους λεπρούς της Σπιναλόγκας, η οποία ήδη από το 1905 είχε μετατραπεί σ' ένα αφόρητο κολαστήριων ψυχών των λεπρών της Κρήτης (αρχικά) ύστερα από απόφαση της Βουλής της τότε αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Το ποίημα έγραψε κάποιος Μ.Γ.Δ. από τη Νεάπολη του Λασηθίου, ο οποίος - σίγουρα όχι ο μοναδικός εκείνα τα χρόνια - ούτε λίγο ούτε πολύ πίστευε πως η λέπρα ήταν ένα είδος θείας τιμωρίας για κάποιον - αναπόδεικτο ούτως ή άλλως, αλλά και πάλι τελείως άσχετο με την αρρώστια - τρόπο ζωής είτε των ίδιων είτε των γονιών τους! Αν υπάρχει ένας λόγος αναπαραγωγής αυτού του ποιήματος εκατόν τέσσερα χρόνια μετά, αυτός είναι απλά και μόνο για ν' αναδειχτεί η ευθύνη της κοινωνίας που με τον τρόπο της και μέσα από την πλήρη άγνοια και δεισιδαιμονία ενθάρρυνε τον στιγματισμό, τον κοινωνικό αποκλεισμό και εν τέλει τον επί δεκαετίες βασανισμό χιλιάδων ανθρώπινων ψυχών στο νησί της Σπιναλόγκας.

ΣΤΗ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ

Στης Σπιναλόγκας το νησί επήγα μιαν ημέρα
όπου της Κρήτης τους λωβούς μαζεύσαν εκεί πέρα.
Και για να μην πληθαίνουνε τους επεριορίσαν
(τό 'καμ' η Κρητική Βουλή με σκέψη και με γνώση).
Μ' αρσενικούς και θηλυκούς ομάδι τους αφήσαν
γι' αυτό αν ήσαν εκατόν τώρα 'ναι πεντακόσιοι.

Επήρα έναν οδηγό και γύριζα στους δρόμους
όμως τη μύτη μου 'πιανα, από τους τόσους βρώμους.
.....................................................................................
Είδα φρικώδη πράγματα που όποιος τα γροικήσει
κρέας δεν θα φάει πλειά όσον καιρό θα ζήσει.
Και είπα - Παντοδύναμε που έπλασες την πλάση
πόσα εκατομμύρια ανθρώπους έχεις πλάσει.
Και διατί την τέχνη σου δεν θέλεις να φροντίσεις
όσον μπορείς καλύτερα να τελειοποιήσεις.
.......................................................................................
Γιατί τσ' ανθρώπους έπλασες νά χουν καημούς κ' οδύνη
κουτσούς, στραβούς, σακάτηδες κ' ως βγουν απ' το καμίνι!

Ο οδηγός μου μ' άκουσε και με θυμό μου λέει
ότι παθαίνει άνθρωπος μονάχος του τα φταίει.
Όλα 'ναι κληρονομικά ως έχουνε να πούνε
«τρων οι γονείς τα όξινα και τα παιδιά μουδιούνε».
Μάτια σου έδωσ' ο Θεός και νου για να νοήσεις
που το κακό και το γκρημνό να τον αναγυρίσεις.
Βλέπεις μια νιά πεντάμορφη και ροδομαγουλάτη
και παίρν' ένα παλιόγερο φαφούτη και σακάτη.
Ένα σαπιοστραβόξυλο με πλαταρθούνα μύτη
πως έχει κάμποσες ελιές κ' ένα κομμάτι σπίτι.
Παράδες νά χει ο γαμβρός μόνον ρωτά να μάθει
κ' ας έχει και 606 εις το κορμί του πάθη.
Και βλέπεις πάλι μορφονιό με νιότη ζηλεμένη
και παίρνει μια παλιόγρια πουδροσουβαντισμένη.
Με ξένα δόντια και μαλλιά μακρά σαν το κουνέλι
πως έχει μερικά λεπτά κ' ένα κομμάτι αμπέλι.
Στάρι κανένας σήμερον αν θέλει ή κριθάρι
διαλέει το καλύτερο για σπορικό να πάρει.
Χωράφι πάλ' ο άνθρωπος, που θέλει ν' αγοράσει
κοιτάζει νά ναι χωματερό, το χρήμα του μην χάσει.
Και με συμπάθιο γάιδαρο να θε να πουσουνίσει
μια δεκαρά ναλμπάντιδες θα πάει να ρωτήσει.
Ενώ γυναίκα αν ζητά στα σημερνά τα χρόνια
δεν εξετάζει· μοναχά «έχει Ναπολεόνια»;
Τ' άλλα τα σάζει ο παράς με χάχαρα σου λέει
αλλά στο χρόνο ύστερα μετανοεί και κλαίει.
Γιατί αρχίζει να γεννά παιδιά δυστυχισμένα
και τα κοιτάζ' ο δυστυχής με μάτια βουρκωμένα.
Και μέρα νύκτα τακτικά καλεί τον ιατρό του
και Σπετσαρία γίνεται το έρμο σπιτικό του.
................................................................................
Ηύρα την ομιλία του σωστή και άρεσέ μου
και είπα «Πολυεύσπλαγχνε Θεέ συγχώρεσέ μου».
Εις όσα κι αν παθαίνωμε δεν πρέπει για να κλαίμε 
ή να παραπονούμεθα. Ημείς οι ίδιοι φταίμε.

* Μια επισήμανση: ο στίχος "κι ας έχει και 606 εις το κορμί του πάθη" αναφέρεται στις ενέσεις 606 που χρησιμοποιούνταν τότε για τη θεραπεία της σύφιλης.


Διαβάστε επίσης:
«Το νησί της λέπρας»: Η ζωή στη Σπιναλόγκα το 1928

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου